Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμονοπώλητος, -η, -ο [amonopólitos] (L)
- ① not monopolized (ant μονοπωλημένος)
- ② fig existing not exclusively for the few:
- η παιδεία or η φιλοπατρία είναι αμονοπώλητη
[cpd w. *μονοπωλητός: μονοπωλώ]



