Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμόκρινο
1 εγγραφή
αμμόκρινο [amókrino] το,
  • sea daffodil, Pancratium maritimum (syn κρίνο του άμμου, [s. κρίνος 1b] κρίνο της θάλασσας)

[cpd w. κρίνο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες