Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμεταφύτευτος, -η, -ο [ametafíteftos] garden.
- not transplanted:
- οι τομάτες έμειναν αμεταφύτευτες
[cpd w. *μεταφυτευτός (cf ByzG μεταφυτευτέος): K μεταφυτεύω]
- not transplanted:



