Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμέτρητος, -η, -ο [amétritos]
- ① not counted, uncounted (syn ακαταμέτρητος, άμετρος):
- οι εισπράξεις είναι αμέτρητες |
- τα χρήματα που σου δίνω είναι ακόμη αμέτρητα |
- του 'δωσα τα ψιλά αμέτρητα |
- επήρα τα ρέστα αμέτρητα
- ⓐ uncountable, countless, (most) numerous, legion (syn αλογάριαστος, αναρίθμητος, πολυάριθμος):
- πλήθος αμέτρητο (ανθρώπων, μνημείων κλ), πλήθη αμέτρητα |
- αμέτρητες χιλιάδες or μυριάδες |
- αμέτρητα εκατομμύρια, μιλιούνια |
- αμέτρητες φορές, e.g. του το είπα αμέτρητες φορές |
- αμέτρητες βόλτες |
- έφαγε αμέτρητες ξυλιές |
- έπεσαν αμέτρητες κανονιές |
- αμέτρητοι εχθροί |
- αμέτρητες εκκλησιές |
- αμέτρητα ζώα |
- ~ λαός (κόσμος, στρατός), αμέτρητοι κόσμοι, αμέτρητες ανθρώπινες υπάρξεις, αμέτρητοι άνθρωποι, νεκροί, νέοι, αμέτρητα παιδιά (αγόρια), αμέτρητοι μαθητές, αμέτρητα κορμιά |
- αμέτρητα κοπάδια (ποίμνια), στίφη, πουλιά |
- το αμέτρητο φουσάτο των δημοτικιστών |
- αμέτρητα βράχια, σκαλοπάτια, άστρα, στοιχεία, πράγματα, φύλλα, έργα, οικοδομήματα, αυτοκίνητα |
- αμέτρητες γενεές, πραμάτιες, μέρες (ώρες, νυχτιές) |
- αμέτρητα μερόνυχτα |
- αμέτρητοι παράδες, αμέτρητες λίρες, αμέτρητα δουκάτα, δολλάρια |
- αμέτρητα δημιουργήματα, σκίτσα |
- αμέτρητες πηγές, διατριβές, αμέτρητα τραγούδια, ποιήματα |
- αμέτρητα ταξίδια |
- αμέτρητες παραστάσεις (θεατρικών έργων κλ) |
- αμέτρητα πάθη, αμέτρητα εγκλήματα (κακουργήματα) |
- αμέτρητες θυσίες |
- αμέτρητες απόπειρες, ευκαιρίες, περιπτώσεις |
- χάρες αμέτρητες |
- αμέτρητες κακίες (ant λιγοστές αρετές) |
- ο θησαυρός σπίθιζε κάτω από τα καντήλια, λογάρι αμέτρητο (Myriv) |
- folks. μόν' είν' ασκέρ' αμέτρητο, λογαριασμό δεν έχει (Macedonia) |
- poem ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα (Polemis)
- ② not measured, unmeasured (ant μετρημένος):
- ~ χρόνος |
- αμέτρητοι θησαυροί |
- αμέτρητο βιος (or ~ πλούτος) |
- αμέτρητο κέρδος |
- αμέτρητες γνώσεις |
- αμέτρητο βάθος unsounded depth, e.g. η ανθρώπινη ψυχή έχει βάθος αμέτρητο (Theotokas); τ' αμέτρητα βάθη των καιρών (Palam) |
- αμέτρητα βάθη unplumbed depths, prov phr χαίρε, βάθος αμέτρητον! (L) of plenty usu of an ill |
- αμέτρητο έλασμα unmeasured plate |
- αμέτρητο πένθος |
- αμέτρητο ήταν το κουράγιο του (Palam) |
- και τα πλέον ασήμαντα είχαν τώρα αμέτρητη βαρύτητα (Xenop) |
- το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ' αμέτρητη βοή (Vlachogiannis) |
- έγινε φονικό αμέτρητο (Petsalis) |
- ο ~ πόνος είναι ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτή τη σύνθεση (Theodorakop) |
- folks. τον άμμο τον αμέτρητο βάνει μαργαριτάρι (DPetrop) |
- poem κι ωσά να χύθη αμέτρητη | κι ακράτητη η τρομάρα (Sikel)
[fr MG αμέτρητος ← K, PatrG ἀμέτρητος ← AG, cpd w. AG μετρητός]
- ① not counted, uncounted (syn ακαταμέτρητος, άμετρος):



