Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλουργίδα
1 εγγραφή
αλουργίδα [aluryída] η, (L)
  • purple robe (syn πορφύρα):
    • poem στους αθανάτους τη θεόπρεπη | παράτησε ~ του Oλυμπίου (Palam) |
    • και μου είναι τάχα στ' αλήθεια τόσο ξένος | ο θρήνος τους, σαν η ~ του ίδιου αίματος | κι ο κατακόκκινος ποταμός μ' έχει κυκλώσει; (Papatsonis) |
    • την ώρα την ασύγκριτη του ηλιοβασιλεμάτου | να ο χαμηλός ο Aιγάλεως φοράει την ~ (Zevgoli) |
    • τον εμπαιγμό σου και τον κόλαφο ν' ασπροντυθώ σα βασιλιάδων ~ (TBarlas)

[fr AG, K, PatrG ἁλουργίς 'id.']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες