Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογόνο
3 εγγραφές [1 - 3]
αλογόνο [aloγóno] το, usu pl αλογόνα τα, (L) chem
  • halogen (syn αλοτογόνο)

[substantiv. n of adj αλογόνος, i.e. for αλογόνον στοιχείον]

αλογονοξέα [aloγonokséa] τα, chem
  • halogens (syn αλογόνα)

[cpd of adj αλογόνος & noun οξύ]

αλογονουρά s. αλογοουρά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες