Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλημματογράφητος, -η, -ο [alimatoγráfitos] (L) lexicogr
- not entryworded, unentryworded (ant λημματογραφημένος):
- στη μια δελτιοθήκη είναι τα λημματογραφημένα δελτία, στις άλλες τ' αλημματογράφητα
[cpd w. *λημματογραφητός : λημματογραφώ]
- not entryworded, unentryworded (ant λημματογραφημένος):



