Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεκτορομαντεία [alektoromandía] η, (L) anc hist
- ancient form of divination, alectoromancy, alectryomancy
[fr MG αλεκτορομαντεία (Cedrenus), cpd of αλέκτωρ & μαντεία]