Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλίμαχτα
1 εγγραφή
αλίμαχτα [alímaxta] adv
  • not ravenously:
    • μάθε το παιδί σου να τρώει ~der of αλίμαχτος
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες