Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακουμπιστήρι [akumbistíri] (& region. κουμπιστήρι) το,
- ① steady object or point on which one leans for support, such as a stick, cane etc (syn έρεισμα L, στήριγμα, υποστήριγμα):
- γι' ~ τον πήρες κ' έπεσες απάνω του; |
- κάθεται στο σανιδένιο ~ του παραθυριού (Terzakis) |
- poem στο ξένο κοιμητήρι |
- κανέν' ~, |
- για να σταθούν (Palam)
- ⓐ support (for the back), back of chair, sofa etc (syn L ερεισίνωτο):
- ~ του καθίσματος, της καρέκλας, της πολυθρόνας, του θρόνου |
- είχε καλοκαθίσει τώρα στον καναπέ με τα δυο χέρια στο ~ της μπάντας (Xenop) |
- ο A. καβαλικεύει μιαν αναποδογυρισμένη καρέκλα, που είναι αυτοκίνητο, και η Δαφνούλα τη σέρνει μ' ένα λουρί δεμένο από τ' ~ (Myriv)
- ⓑ arm (of chair, sofa), armrest (of chair, in car), arm loop or hanger (in vehicle):
- έβαλε κιόλας το χέρι του και στηρίχτηκε στο ψαθένιο ~ του καθίσματός της (Myriv) |
- στήριζε τον άγκωνά της στο ~ της πολυθρόνας της, που ήταν ~ και της διπλανής πολυθρόνας (Xenos) |
- poem έφτιαξε ένα φορείο ο βασιλέας Σολομών ...· |
- τις κολόνες τις έκαμε ασημένιες, |
- τ' ακουμπιστήρια του μαλαματένια (Seferis AA transl)
- ② fig refuge, aid, protector (syn αποκούμπι, έρεισμα L, καταφύγιο, προστάτης, υποστηρικτής):
- poem κι από το θρόνο ο βασιλιάς θα γείρη, |
- θα τόνε σφίξη μεσ' την αγκαλιά του |
- και θα τον έχη πάντα ~ |
- στα δεξιά του (Palam)
[fr LMG ακουμπιστήρι ← MG ακ (κ) ουμβιστήριον ξύλον Du Cange 42]
- ① steady object or point on which one leans for support, such as a stick, cane etc (syn έρεισμα L, στήριγμα, υποστήριγμα):



