Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθόρυβος, -η, -ο [aθórivos]
- noiseless, quiet, unostentatious:
- ~ τρόπος |
- αθόρυβοι δρόμοι |
- περπατώ με αθόρυβο βήμα |
- αθόρυβη περπατησιά |
- αθόρυβο τραίνο |
- αθόρυβη ζωή |
- η αθόρυβη τάξη των πολιτικών υπαλλήλων |
- εργάζονται με αθόρυβη ταχύτητα |
- αθόρυβη και ανεπιτήδευτη φιλοξενία |
- αθόρυβο σύστημα συναγερμού noiseless alarm system |
- αθόρυβη προπαγάνδα propaganda spread unostentatiously |
- λαμπρή θα κάμουνε μόνο με αθόρυβη προσευχή (Melas) |
- η ζωή κυλούσε αθόρυβη, σοβαρή, λιγομίλητη (Kazantz) |
- ο Kαβάφης ~, λησμονημένος στη μακρινή του αποικία (Theotokas) |
- η αθόρυβη προσήλωση σ' εκείνο που είχε προορισμό του, όρος και κανόνας ζωής (Panagiotop) |
- άλλοι πάλι σκοτώνονται για να προκόψη η κοινωνία ... με αθόρυβη και δημιουργική εργασία (Papanoutsos) |
- οι παγίδες που στήνουν οι άνθρωποι στους ανθρώπους είναι ... αθόρυβες (Mitropoulou) |
- εκέρδιζε το γενικό σεβασμό με τον αθόρυβο μόχθο, που αφίνει έργο (Charis) |
- θα 'λεγε κανείς ... πως ... η Aμερική είναι η πιο ήσυχη και η πιο αθόρυβη χώρα του κόσμου (Karantonis)
[fr AG ἀθόρυβος]
- noiseless, quiet, unostentatious:



