Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθρόος, -α, -ο [aθróos]
- ① in close order, all together, all in a body, crowded together, collective (syn ενωμένος, ομαδικός, συγκεντρωμένος) έσπευσαν, έφυγαν, αποδήμησαν αθρόοι they hurried etc all in a body:
- παρατηρείται αθρόα εγγραφή σπουδαστών or προσέλευση φοιτητών |
- milit ~ σχηματισμός massed formation; αθρόα τάξη column of masses
- ② numerous:
- αθρόα συρροή του κοινού στην παράσταση |
- αθρόες παραιτήσεις |
- ακούσαμε ... αθρόες μεταφράσεις ποιημάτων του Kαβάφη (Papatsonis) |
- είχαν συρρεύσει αθρόοι στο ... μεταλλευτικό κέντρο (Vacalop) |
- το πλήθος των εξωμοτών είναι ... αθρόο (id.)
- ⓐ abundant, profuse (syn άφθονος):
- αθρόα δάκρυα |
- poem αθρόα χαρά, καρδιάς σεισμέ, την άρπα, το ψαλτήριο, την κιθάρα | δώστε μου (Sikel) |
- κι αθρόα το δώρο πάνω τους ολοένα ως εκατέβη, | στ' άκουσμα κάθε αρχίνησε ψυχή να παρθενεύη (id.)
[fr AG ἀθρόος]
- ① in close order, all together, all in a body, crowded together, collective (syn ενωμένος, ομαδικός, συγκεντρωμένος) έσπευσαν, έφυγαν, αποδήμησαν αθρόοι they hurried etc all in a body:



