Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αετιδέας
1 εγγραφή
αετιδέας [aeti∂éas] ο, (& L αετιδεύς)
  • young eagle, eaglet (syn αετόπουλο)

[fr K, MG ἀετιδεύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες