Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικ%
44 εγγραφές [11 - 20]
αδίκημα [a∂ícima] το,
  • wrongful act, injurious act, act of injustice, misdeed, malfeasance, malpractice, (indictable) offence, delinquency, crime, felony (syn αδικία 2, άδικη or κολάσιμη or αξιόποινη πράξη):
    • τα ποινικά αδικήματα είναι κακούργημα, πλημμέλημα και πταίσμα |
    • η άγνοια του νόμου είναι ~ |
    • μικρά αδικήματα |
    • είναι ένοχοι μεγάλου αδικήματος |
    • διαπράττω (κάνω) ~ |
    • στ' αδικήματα της επανάστασης δίνεται αμνηστεία |
    • δεν υπάρχει ~ ούτε επιβάλλεται ποινή χωρίς νόμο που να ισχύη, πριν εκτελεστή η πράξη (Christidis) |
    • αυτές εδώ οι ψυχές... έζησαν στην πλάνη και στο ~ (Theodorakop) |
    • folks. τον πήρε το παράπονον, είδε τ' αδίκημά του (DPetrop) |
    • poem και η φύτρα μου είν' ~ και η μοίρα μου είναι κρίμα (Palam)

[fr AG ἀδίκημα]

αδικημένος1 [a∂iciménos] ο,
  • one to whom wrong has been done, the wronged person (ant αδικητής):
    • τον έπλασαν (τον Λένιν) οι πεινασμένοι, οι αδικημένοι, οι σκλάβοι, για να μπορούν να βαστάξουν την πείνα, την αδικιά και τη σκλαβιά τους (Kazantz) |
    • να διδάσκης την εγκαρτέρηση στους αδικημένους (Terzakis) |
    • (η βυζαντινή περίοδος δεν είναι πια) ο μεγάλος παραγνωρισμένος και ~ από τους ιστορικούς (Tatakis) |
    • poem τίποτε δεν την καταλυεί (sc την αλυσίδα των αιμάτων)· μόνο το αδέρφωμα του αδικημένου | με τον αδικητή (Skipis)

[fr late MG αδικημένος, ppp of αδικώ]

αδικημένος2, -η, -ο [a∂iciménos]
  • wronged, injured, disadvantaged (cf also αδικούμενος; ant αδικητής):
    • θεωρείται ~ |
    • έφυγε από τη ζωή με την πίκρα πως ήταν ~ |
    • είναι ~ από τη φύση |
    • αδικημένα παιδιά disadvantaged children |
    • ας μαζωχτή (sc ο λαός), για να τον φωνάξω... πόσο είναι ~ εις το σκήπτρο της γλώσσας, το οποίον του έδωκε η φύση (Solom) |
    • μόνο γιατί ήταν αυτός... ο περιφρονημένος, ο ~, αποφάσιζαν ν' αδικήσουν τώρα και το κορίτσι τους (Xenop) |
    • ~ δεν τον έμελε, μα παραγνωρισμένος όχι (Vlachogiannis) |
    • μου 'δωκε μια πρόφαση..., για να φαίνωμαι θυμωμένος κι ~ (Kondylakis) |
    • (η Kεφαλονιά) από τις πιο αδικημένες οδικά περιοχές της χώρας (Palaiologos) |
    • διέχυσε σε όλα του τα έργα τη συμπάθειά του για τα ασθενικά, τα αδικημένα, τα καταδικασμένα πλάσματα (Thrylos) |
    • poem λάβε στη γη του αδικημένου Pήγα | δάφνης κλωνάρια (Markoras) |
    • και μου 'πε |
    • βγάλε απ' τις σπηλιές τ' αδικημένα πλάσματά μου (Skipis).
αδικητής [a∂icitís] ο,
  • wrongdoer (syn άδικος άνθρωπος, ant αδικημένος):
    • θά 'ρθη η ώρα να το βρουν οι αδικητάδες the time will come for the wrongdoers to pay for their misdeeds |
    • τον κοίταζαν... σαν άνθρωπο κακό, αδικητή της γειτονιάς και του τόπου (Xenop) |
    • αδικημένοι ήταν οι φτωχοί κι αδικητάδες οι πλούσιοι (Katiforis) |
    • το αντιαποικιακό πνεύμα... καταλήγει να μεταβάλη... τον αδικούμενο... σε αδικητή (Chatzinis) |
    • η δεύτερη (sc φάση) είχε την έξαρση της Δίκης με την αντεπίθεση και με την καταδίωξη του αδικητή πίσω στ' ορμητήριό του (Terzakis) |
    • folks. μ' αρνήθηκες, αδικητή, που να σε βρη το κρίμα (Passow) |
    • με φίλησες, αδικητή, | που να σε ιδώ στη φυλακή (DPetrop) |
    • poem για τούτους ήμουν ο τρελός, για κείνους ο ζητιάνος, | για σας ο ~ (Palam) |
    • και των τσολιάδων οι καρδιές αντρειεύουν | στου προαιώνιου αδικητή τη θέα (Skipis)

[fr PatrG ἀδικητής, also late MG, der of αδικώ]

αδικία [a∂icía] η, (region. & lit αδικιά)
  • ① wrongdoing, unrighteousness, injustice, iniquity (ant δικαιοσύνη):
    • ο Θεός δε θέλει την ~ |
    • (τον Λένιν) τον έπλασαν... οι πεινασμένοι, οι αδικημένοι, οι σκλάβοι, για να μπορούν να βαστάξουν την πείνα, την αδικιά και τη σκλαβιά τους (Kazantz) |
    • αχ, με βαραίνει τ' άχτι κ' η αδικιά, γερο-Θανάση! (Plaskovitis) |
    • poem λόγια αθάνατα του λέει, | με τα οποία στα σωθικά | το θυμό τού ξανακαίει | εναντίον στην αδικιά (Solom) |
    • την αδικιά στα ολόχρυσα, | την αρετή στα μαύρα | θα ιδούν τ' αθώα σου βλέμματα | στην εξορία της γης (Markoras) |
    • έχεις τρισεύγενη θωριά κ' είσαι θεά παρθένα, | κ' η όψη σου είναι φοβερή στην ~ μονάχα (Palam) |
    • εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας | τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος | της αδικίας (Seferis)
  • ② wrongful act, wrong, injury, injustice (syn άδικη πράξη, άδικο 2, αδικοπραγία L, αδίκημα, παρανομία):
    • διαπράττω ~ εις βάρος του I do him an injustice |
    • διαπράττει πολλές αδικίες he commits many wrongs, iniquities |
    • ν' αποφεύγης τις αδικίες |
    • ζητούμε να μην επαναληφθή η ~ |
    • επλούτισε από αδικίες he became rich fr injustices |
    • επανορθώνω μια ~ redress a wrong (or grievance), get a wrong righted |
    • prov της αδικιάς το γέννημα σε ποντισμένο μήλο the cereal gotten as a result of wrongdoing ends in a flooded mill, i.e. unfairly earned profits are not safe, disappear |
    • τη μεγάλη αδικιά που τους γένηκε οι χριστιανοί δε στρέξανε ποτέ τους να την παραδεχτούνε (Prevelakis)
  • ③ region. false accusation, slander (syn αβανιά 1, άδικο 2):
    • του 'βγαλαν αδικιά πως έκοψε το δέντρο |
    • folks. βαριά αδικιά μού ρίξανε πως φίλησα κορίτσι

[fr MG αδικία, αδικιά ← K, AG ἀδικία]

αδικιάρης, -ισσα, -ικο [a∂icáris] region.
  • tending to wrongdoing:
    • δεν παίζουν τ' άλλα παιδιά μαζί του, γιατ' είναι ~

[der of αδικία]

αδίκιωτος, -η, -ο [a∂ícotos] region. (Mani)
  • ① not having received just treatment (ant δικιωμένος):
    • φεύγω ~
  • ② unavenged by blood relatives, of a murdered man (syn αγδίκητος, αγδίκιωτος):
    • πέθανε ~ |
    • απόμεινα ~ |
    • folks. (dirge)... ασκότωτον τον λέγουν, | ασκότωτον, αμάτωτον, αδίκιωτον τον κλαίγουν

[cpd w. δικιώνω ← δικαιώνω]

άδικο [á∂iko] το,
  • ① unfairness, injustice, wrongfulness (syn αδικία 1, ant δίκαιο):
    • ο Θεός να σε φυλάη από τ' ~! (wish) |
    • στη θέση και στη διάκριση αγαθού και κακού, δικαίου και άδικου μια ήταν η παντοδύναμη εξουσία |
    • η ρητορική τέχνη (Papanoutsos) |
    • να πάη κι αυτός από τ' ~ (Vlachogiannis) |
    • folks. δεν είναι κρίμα κι ~ |
    • το κρίμα να 'χ' η μάνα μου και τ' ~ οι γειτόνοι, | λέγε το πουλί κι αηδόνι (DPetrop)
  • ② wrongful act, wrong (syn in αδικία 2):
    • είδε ο Θεός το ~ και το τιμώρησε |
    • το ~ δεν (L το άδικον ουκ) ευλογείται cheats never prosper |
    • κάνω ~ commit an injustice, do sth wrong (to s.o.) |
    • έκαμες μεγάλο ~ να τους πάρης το χτήμα |
    • να σε βρη το ~ που κάνεις! (curse) |
    • τ' ~ που μου γίνηκε το ξεθυμαίνει ο καιρός σε τούτη τη ζωή (Prevelakis) |
    • δέρνει τη γυναίκα του... θα τονε πιάση τ' ~ (Myriv) |
    • idiom phr του δίνω ~ I decide against him, I censure, condemn him |
    • μόνο στον εαυτό του σαν άρχοντας έδινεν ~ (Papantoniou) |
    • του ρίχνω τ' ~ I charge him w. committing injustice, I find him to be in the wrong |
    • γιατί μου ρίχνετε όλα τ' άδικα; (Nirvanas)
  • ③ wrong or unreasonable attitude, view, or opinion (syn λάθος, σφάλμα):
    • idiom phr έχω ~ be in the wrong, err (syn έχω or κάνω λάθος) |
    • έχεις ~ που επιμένεις |
    • οι απόντες έχουν πάντοτε ~ the absent are always wrong |
    • έχεις ~ να πιστεύης τέτοια πράγματα |
    • έχει δίκιο μαζί και ~ he is in part right and in part wrong |
    • idiom phr δεν έχω ~ be right, have the correct opinion or view
  • ④ false accusation, slander (syn αδικιά [in αδικία 3]):
    • Θεέ μου, βγάλε με από τ' ~ God, protect me fr (the bad effects of) slander |
    • κι όλα τ' άδικα θα πάνε στον πασά και θα με κράξη και θα ζητήση απολογιά (Vlachogiannis)

[fr MG άδικο, άδικον, substantiv. n of άδικος]

αδικοβάλλω [a∂ikoválo] (& region. αδικοβάνω)
  • ① accuse falsely, calumniate, slander (syn διαβάλλω, δυσφημώ, συκοφαντώ):
    • folkt η μητρυιά της την αδικόβαλε πως έφαγε ένα καρβέλι (NPolitis) |
    • αδικοβάλαμε την καημένη τη δούλα (Xenop) |
    • η χανούμη το αδικοβάνει (sc το παλληκάρι) στον αγά, πως τάχα γύρευε να τη σύρη στο πονηρό (Prevelakis) |
    • poem και δεν είναι αληθινό | πως μας είχε αδικοβάλει | με βρισιές και με θυμό (Solom) |
    • ομπρός στην άγρια μητρυιά, που 'χε αδικοβάλει, | σαν από κλάψες έχυσε του κάκου ένα ποτάμι (Markoras)
  • ② suspect unjustifiably (syn υποπτεύομαι άδικα):
    • κ' εγώ αδικόβαζα τον καημένο μου το Mενέλαο (Xenop).
αδικόβγαλμα [a∂ikóvγalma] το, region.
  • unjust accusation, calumny, slander (syn διαβολή, δυσφήμιση, συκοφαντία)

[der of αδικοβγάνω]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες