Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφόρετος
1 εγγραφή
αδιαφόρετος, -η, -ο [a∂jafóretos] region. & lit
  • being of no avail, useless (syn χωρίς διάφορο, χωρίς κέρδος, ανώφελος):
    • ~ τόπος |
    • αδιαφόρετο πράμα useless thing |
    • αδιαφόρετοι άνθρωποι |
    • αδιαφόρετα λόγια |
    • καλά και σωστά όλα, μα αδιαφόρετα (Myriv) |
    • ο περατάρης ήταν κούφια ψυχή, αδιαφόρετη (Terzakis) |
    • το βρίσκαν αδιαφόρετο να πασκίσουν να του αντιβγούνε με λόγια (Vlami) |
    • ένα πορτραίτο που του έκαμε..., αφόρητα ξερό κι αδιαφόρετο για τους πολλούς (Chatzinis) |
    • το φυσικό άτομο... στην ουσία είναι ένα αδιαφόρετο τμήμα της παγκόσμιας ύλης (Tsatsos) |
    • poem στους δρόμους περπατά με προσοχή να μη γλιστρήση | στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρετοι αραπάδες (Seferis)

[fr MG αδιαφόρητος -ρετος ← K ἀδιαφόρητος, cpd w. *διαφορητός: διαφορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες