Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγχιστεία [aŋ istía] η, (L)
- relationship by marriage, affinity (syn συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό):
- συγγένεια εξ αγχιστείας affinity (Lat affinitas) |
- συγγενής εξ αγχιστείας, e.g. είναι συγγενείς εξ αγχιστείας they are connected by marriage |
- ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (Christidis)
[fr AG ἀγχιστεία 'close (blood) kinship', der of ἀγχιστεύω]
- relationship by marriage, affinity (syn συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό):



