Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγουρογερασμένος
1 εγγραφή
αγουρογερασμένος, -η, -ο [aγuroyerasménos]
  • prematurely aged:
    • Eίναι ~ από τα βάσανα

[ppp of αγουρογερνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες