Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκούτσα [aŋgútsa] η, region.
- crook, shepherd's staff (syn αγκούλα):
- έσφιξε γερά την ~ και την έφερνε γυροβολιά σα να 'τανε σφεντόνα (Vlachogiannis)
[perh blend of αγκού(λα + γκλί)τσα]
- crook, shepherd's staff (syn αγκούλα):



