Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβύθιστος
1 εγγραφή
αβύθιστος, -η, -ο [avíθistos]
  • unsunk, unimmersed or unsinkable, insubmersible (syn αβούλιαχτος)

[cpd of βυθιστός ← βυθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες