Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαρεσιά
1 εγγραφή
αβαρεσιά [avaresjá] η,
  • tirelessness, diligence:
    • χαρά στην ~ σου |
    • ~ που την έχεις!

[cf αβάρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες