Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαείο
1 εγγραφή
αβαείο [avaíο] το, (& αββαείο)
  • ① Catholic monastery, abbey (syn αβάτο):
    • ο ηγούμενος του βασιλικού αβαείου του αγίου Διονυσίου (Kanellop)
  • ② domicile of abbot (syn ηγουμενείο)

[fr *αββαείον, der of αββάς w. suff -είον, cf ηγουμενείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες