Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάκιο
1 εγγραφή
αβάκιο [avácio] το, (L)
  • ① little abacus; mathem & statist chart, nomogram
  • ② chessboard:
    • ~ ζατρικίου (syn σκακιέρα)

[fr K ἀβάκιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες