Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άτρυτος, -η, -ο [átritos] (L)
- ① indefatigable, untiring, ceaseless, continuous (syn ακούραστος 1, ασταμάτητος 1):
- άτρυτη δραστηριότητα |
- κατέβαλε ατρύτους κόπους για τα εγκαίνια των παιδοπόλεων (Kolyva)
- ② ceaseless, unflagging, undiminished (syn αδιάπτωτος, αμείωτος 2):
- παρακολουθούσε με άτρυτο ενδιαφέρον .. τις νέες εκφάνσεις της παγκόσμιας πνευματικής .. κίνησης (Tsatsos)
[fr kath άτρυτος ← K, AG, cpd w. τρυτός (Herodian: τρύω 'wear out']
- ① indefatigable, untiring, ceaseless, continuous (syn ακούραστος 1, ασταμάτητος 1):



