Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άταφος
1 εγγραφή
άταφος, -η, -ο [átafos] (L)
  • lacking a grave, unburied, uninterred (syn άθαφτος):
    • θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί, που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν (Tsirkas) |
    • αλητεύουν λατρεύοντας την αγελάδα, κυρίαρχη στους δρόμους και άταφη όταν ψοφήσει (Louros)
  • ⓐ graveless:
    • αυτά τα άταφα οστά these graveless bones |
    • poem άταφ' αμοιρολόητα | σέπονται τα κουφάρια | στου λόγγου τα χορτάρια (Valaor)

[fr postmed, MG άταφος ← K (pap), AG ἄταφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες