Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άταφος, -η, -ο [átafos] (L)
- lacking a grave, unburied, uninterred (syn άθαφτος):
- θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί, που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν (Tsirkas) |
- αλητεύουν λατρεύοντας την αγελάδα, κυρίαρχη στους δρόμους και άταφη όταν ψοφήσει (Louros)
- ⓐ graveless:
- αυτά τα άταφα οστά these graveless bones |
- poem άταφ' αμοιρολόητα | σέπονται τα κουφάρια | στου λόγγου τα χορτάρια (Valaor)
[fr postmed, MG άταφος ← K (pap), AG ἄταφος]
- lacking a grave, unburied, uninterred (syn άθαφτος):



