Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπιλα
1 εγγραφή
άσπιλα [áspila] adv (L)
  • immaculately, purely (syn αγνά, αμόλυντα, άψογα)

[der of άσπιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες