Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσκαυλος
1 εγγραφή
άσκαυλος [áskavlos] ο, (L) = ασκαύλι το
:
  • είχανε και σε τούτα τα βουνά τη γκάιδα, τον ποιμενικό άσκαυλο (Loukatos)

[fr kath άσκαυλος, cpd of ασκός & αυλός; cf Martialis (1st c. AD) ασκαύλης 'bagpiper' (also pap, 2nd c. AD & gloss)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες