Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άριος1 [ários] ο, (sp. also άργιος & αριός) bot
- holly oak or holm oak, Quercus ilex or Quercus smilax (syn αριά):
- απέραντο δάσος από πεύκα και πανύψηλους άριους (δρυς αρία) (Varelas)
[fr K ἀρία]
- holly oak or holm oak, Quercus ilex or Quercus smilax (syn αριά):
- άριος2 [ários] ο, (sp. also άρειος & Άριος) (L)
- member of the so-called Aryan race, Aryan (syn αριανός1):
- με την εισβολή των αρίων απ' το βορρά, ο ινδοϊσμός άρχισε σαν απλή μορφή λατρείας της φύσης (Evelpidis)
[fr kath άριος ← AG ἄριος, ancient name of the Medes (Herodot.)]
- member of the so-called Aryan race, Aryan (syn αριανός1):
- άριος3, -α (& -ία), -ο [ários] (sp. also άρειος & Άριος) (L)
- of or pertaining to Aryans, Aryan (syn αριανός2):
- αρία ομογλωσσία, ομοφυλία |
- οι άριοι κατακτητές καλλιεργούσαν μόνοι τους τα χωράφια τους (Evelpidis) |
- αιματηρές θυσίες μόλυναν τους βωμούς των αρίων λαών (id.) |
- επιδιώκουν να επιστρέψουν προς την κυριαρχία της αρίας φυλής (Lambridi)
[fr kath άριος ← K ἄριος ← OPers ariya]
- of or pertaining to Aryans, Aryan (syn αριανός2):
- αριός s. αραιός.



