Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπαστρος
1 εγγραφή
άπαστρος, -η, -ο [ápastros]
  • dirty, filthy (syn ακάθαρτος L, βρωμερός, βρώμικος):
    • άπαστρα πιάτα, χέρια |
    • ~ άνθρωπος, άπαστρη νοικοκυρά |
    • poem κ' ευτύς ο λάκκος πλημμυρά όταν βρέξει | κι άπαστρη λάσπη το νερό θολώνει (Theotokis)

[fr postmed, MG άπαστρος ← MG άσπαστρος 'unbroomed, unswept'; cf σπάρτο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες