Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβαλτος, -η, -ο [ávaltos]
- ① not placed in position (syn ατοποθέτητος):
- τα κεραμίδια είναι άβαλτα the tiles have not been placed
- ② unplanted (syn αφύτευτος):
- αμπέλι άβαλτο |
- έχω τα κρεμμύδια άβαλτα
- ③ unworn, new (syn αφόρετος, αμεταχείριστος):
- άβαλτη φορεσιά |
- άβαλτο ρούχο |
- τα παπούτσια είναι άβαλτα.
- ① not placed in position (syn ατοποθέτητος):



