Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλαμάνος
1 εγγραφή
Αλαμάνος [alamános] ο, (sp. also αλαμάνος) region. (Crete,
  • Peloponnesus etc)
  • ① person of another creed, non-Christian, unbeliever, infidel (syn ο αλλόθρησκος, άπιστος):
    • είναι ~, δε νηστεύει
  • ② harsh, cruel, inhuman individual (syn άγριος άνθρωπος, σκληρός άνθρωπος, ωμός άνθρωπος):
    • έγινε ~ από το θυμό του |
    • την τυράννησε τη γυναίκα ο ~

[fr LK Aλαμαννός w. accent shifted anal. after βενετσάνος, Kαταλάνος, Nαπολιτάνος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες