Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αιγυπτιώτης
1 εγγραφή
Αιγυπτιώτης [eyiptiótis] ο, Aιγυπτιώτισσα [eyiptiótisa] η,
  • ① person settled in Egypt or born of non-native parents:
    • ~Greek of Egypt
  • ② adj:
    • ~ ελληνισμός Greek population in or of Egypt |
    • οι Aιγυπτιώτες Έλληνες the Greeks of (or fr) Egypt

[der of Aιγύπτι-ος after Iταλι-ώτης etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες