Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 242 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναζωπυρώνω [anazopiróno] (L)
- ① fig rekindle (syn εξάπτω):
- τα γεγονότα (ένωση της Eπτανήσου, Kρητική επανάσταση) υπήρξαν θέματα ικανά να αναζωπυρώσουν τη φλόγα της φιλοπατρίας (Chourmouzios) |
- οι νέοι άνεμοι αναζωπύρωσαν τη ζωική φλόγα της ηθοποιού (Athanasiadis-N) |
- από αμυγδαλίτιδα πολτώδη με μεγάλο πυρετό αναζωπυρώθηκε ένα παλαιό του έλκος (Terzakis) |
- πνευμονική συμφόρηση είναι ικανή ν' αναζωπυρώσει μια παλαιά φυματίωση (GLadas)
- ② incite anew, revive:
- δύσκολο να αναζωπυρώσεις έρωτα αποτελματωμένο |
- ένας πίνακας (ζωγραφικός) του αναζωπύρωσε τη λύπη |
- νέες αντιθέσεις είχαν αναζωπυρωθεί στους κόλπους του ρωσικού χριστιανισμού (Kanellop) |
- οι εκλογές αναζωπύρωσαν οξείες διαφωνίες μεταξύ των κομμάτων
- ⓐ strengthen, invigorate (syn αναζωογονώ):
- η έκδοση αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των φιλολογικών κύκλων (Peranthis) |
- αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον των ξένων για την Aθήνα με την ίδρυση μιας εταιρίας (Varelas) |
- η εικόνα μόνη της ήταν αρκετή ... ν' αναζωπυρώσει την εθνική περηφάνεια (Vranousis)
[fr early ByzG αναζωπυρώ (-όω) (6th c. AD)]
- ① fig rekindle (syn εξάπτω):
- αναζωπύρωση [anazopírosi] η, gen αναζωπύρωσης & αναζωπυρώσεως, no pl
- ① rekindling (syn σκάλισμα [της φωτιάς])
- ② fig rekindling, inciting, revival:
- ~ του θρησκευτικού συναισθήματος |
- ~ και εδραίωση του χριστιανισμού |
- ~ του φασισμού |
- ~ των (πολιτικών) παθών
- ③ revitalization, invigoration (syn αναζωογόνηση):
- ~ των κοινοτικών θεσμών |
- ~ των πηγαίων δυνάμεών τους |
- ~ των ερωτικών μυθιστορημάτων κατά το ελληνιστικό πρότυπο (Michelis) |
- ~ του εθνικού φρονήματος
[fr kath αναζωπύρωσις ← LK ἀναζωπύρωσις (3rd-4th c. AD)]
- ανάνθρωπος, -η, -ο [anánθropos]
- nhuman (syn απάνθρωπος):
- ανάνθρωπη διάνοια, ποίηση, καθαρότητα |
- (ρεαλισμός) που αντιδρά στους ανάνθρωπους λυρικούς ψιθύρους του συμβολισμού στη Γαλλία (Spandonidis)
[fr K ἀνάνθρωπος 'inhuman, savage' (pap, 3rd c AD), cpd of ἀν- & ἄνθρωπος; cf also MG ανανθρωπίζω, der of ανάνθρωπος]
- nhuman (syn απάνθρωπος):
- ανατολικοευρωπαϊκός, -ή, -ό [anatolikoevropaikós]
- East European:
- ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες |
- (στην Aμερική) το ποσοστό των μεσημβρινών και των ανατολικοευρωπαϊκών στοιχείων, στο σύνολο των νέων μεταναστών, έγινε μεγάλη πλειοψηφία (Theotokas)
[fr kath (Koumanoudis) ανατολικοευρωπαϊκός]
- East European:
- ανθρωπάκης [anθropácis] ο, pl ανθρωπάκηδες οι,
- ① small man, little man, dwarf, midget, pigmy (syn ανθρωπάκι 1, ανθρωπάκος 1,:
- πολύ κοντός, ~
- ② man of no worth or importance, petty man, small fry (syn ανθρωπάκι 2, ανθρωπάκος 2):
- ήταν πολλοί ανθρωπάκηδες που δεν τους έδινε κανείς σημασία
- ③ base, mean, low person (syn ανθρωπάκι 3, ανθρωπάκος 3, μικροπρεπής άνθρωπος):
- δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ~ |
- κοσμάκης, ανθρωπάκηδες, τόσο τους κόβει, πολλά βάνουν με το νου τους (NLoukop)
- ④ simpleton, childish, innocent person (syn ανθρωπάκι 4, ανθρωπάκος 4):
- τον κάνουν οι άλλοι ό,τι θέλουν γιατί είναι ~
[fr ανθρωπάκι]
- ① small man, little man, dwarf, midget, pigmy (syn ανθρωπάκι 1, ανθρωπάκος 1,:
- ανθρωπάκι [anθropáci] το,
- ① = ανθρωπάκης 1:
- είναι ~ |
- μικροκαμωμένο ~ |
- ένα ~ κοντό, λιγνό, με μικρά πόδια και χέρια (Venezis) |
- κίτρινα ανθρωπάκια δούλευαν το ξύλο και το σίδερο (Kazantz) |
- όλοι κοίταξαν την ελάχιστη σάρκα, το δύστυχο ~ (Karagatsis) |
- βλέπεις ανθρωπάκια σκυφτά απ' το βάρος του χρόνου (Palaiologos)
- ⓐ the small figure of a human being:
- ασήμαντο ~ |
- ζωγράφιζε ανθρωπάκια |
- ~ από πηλό ή ξύλο |
- ασημένιο, λαστιχένιο ~ |
- μικρά, αυτόματα ανθρωπάκια |
- ανθρωπάκια σκαλισμένα που δεν ξεπερνά το μπόι τους ένα σπυρί ρύζι (Kazantz) |
- poem πλάθει θεούς, φυσάει, αφανίζουνται, πλάθει μικρά ανθρωπάκια (Kazantz Od 18.592) |
- να πλάσεις ανθρωπάκια, ζώα και δέντρα (Zevgoli)
- ② = ανθρωπάκης 2:
- είναι ένα ~ he is a nobody |
- νομοταγή ανθρωπάκια |
- απέναντί του δεν είσαι τίποτε περισσότερο παρά ένα πολύ μικρό ~ (Panagiotop)
- ③ = ανθρωπάκης 3:
- άνθρωποι και ανθρωπάκια |
- ένα τιποτένιο πλάσμα, ~ |
- ~, έχει κιοτέψει (Melas)
- ④ = ανθωπάκης 4:
- καλό, σεμνό ~ |
- ο ταγματάρχης, το καλό ~ με την ελληνική καρδιά (Petsalis) |
- κι όμως η γυναικούλα τούτη κυβερνά το ~ τον άνδρα της |
- είχαν γίνει τώρα καλόβουλοι, ανθρωπάκια (MGialourakis)
[dimin of άνθρωπος, w. suff -άκι]
- ① = ανθρωπάκης 1:
- ανθρωπάκος [anθropákos] ο,
- ① = ανθρωπάκης 1:
- ήταν ένας ~ κοντός, χλωμός και κακομοίρης στο παρουσιαστικό (Myriv) |
- κάποιος αδύνατος ~ παρακαλούσε κλαίοντας τον αξιωματικό να του σώσει τα παιδιά (TAthanasiadis) |
- κοντός ~ με παράστημα στρατιωτικό, με ειρηνικότατη ψυχή (Palam) |
- είδε σκαρφαλωμένο σ' ένα κλαρί δένδρου έναν ανθρωπάκο (EVlachou)
- ⓐ = ανθρωπάκι 1b:
- οι Γερμανοί ζωγράφισαν δύο μικρούς ανθρωπάκους, τον Έλληνα και τον Aρμένη (Petsalis) |
- ο κόκκινος ~ και ο πράσινος ~ στις γωνιές των μεγάλων δρόμων άρχισαν τη σηματοδοτική υπηρεσία τους (Loukatos)
- ② = ανθρωπάκης 2:
- εμείς οι ανθρωπάκοι |
- ανθρωπάκοι κι αφεντάδες |
- ήταν ένας ~ συνηθισμένος, ένας τιποτένιος |
- δύσκολο να μυρίσεις το ρόδο και να μην ξεφωνίσεις από χαρά, το ίδιο αν είσαι ~, το ίδιο αν είσαι Σαιξπήρος (Palam) |
- poem δεν νοιάζονται για τους φτωχούς ανθρωπάκους σαν εσένα (Lefkis)
- ③ = ανθρωπάκης 3:
- έμοιαζε μάλλον ~ |
- αρέσει στους ανθρωπάκους να μεγαλοποιούν τα μικροπεριστατικά της ζωής (PGlezos) |
- ήταν ένας ~ με άμετρο εγωισμό (AVlachos) |
- απομείναμε μίζεροι, κακότροποι, στενόκαρδοι ανθρωπάκοι (Kazantz)
- ④ = ανθρωπάκης 4:
- αγαθός ~ |
- ~ ειρηνικός και καλόκαρδος |
- για την εγχείριση ο ~ στέλνει στο κορίτσι εκατό χιλιάδες δραχμές (Terzakis)
[augmentat. of ανθρωπάκι]
- ① = ανθρωπάκης 1:
- ανθρωπαρέσκεια [anθroparéscia] η, (L)
- seeking after popularity or approbation, fawning:
- έλλειψη ανθρωπαρέσκειας |
- από ~ κάνουν εμβλήματα με χρώματα και με λουρίδες στα ταγαράκια τους (Papatsonis) |
- είναι ενδείξεις της ματαιότητας του στολισμού και της ανθρωπαρέσκειας (id.)
[fr K ἀνθρωπαρέσκεια, cpd of άνθρωπος & AG ἀρέσκεια; cf αὐταρέσκεια, φιλαρέσκεια etc]
- seeking after popularity or approbation, fawning:
- ανθρωπάρεσκος, -η, -ο [anθropáreskos] (L)
- fawning, obsequious:
- γυναίκες ανθρωπάρεσκες |
- ή είσαι άντρας έλληνας και αντικρύζεις παλληκαρήσια τη γυμνή αλήθεια της ιστορίας ή είσαι μαλάκιο ανθρωπάρεσκο και θέλεις να τα έχεις καλά με όλους (Floros)
[fr K (LXX+) ἀνθρωπάρεσκος, cpd of άνθρωπος & AG ἄρεσκος; cf αὐτάρεσκος, φιλάρεσκος etc]
- fawning, obsequious:
- ανθρωπάριο [anθropário] το, (L)
- ① = ανθρωπάκης 1:
- ήταν μικροσκοπικός, ένα ~ |
- ήταν ένα ~ μελαψό και τεντωμένο, με πυκνά, κατάμαυρα μαλλιά και μεγάλα μάτια (Theotokas) |
- ζωοκέφαλα ανθρωπάρια, δαίμονες των αρκαδικών δρυμών, τρέχουν χορευτικά (Karouzou) |
- ανθρωπάρια της μικρής οθόνης τηλεκατευθυνόμενα και μισερά (Lamprou)
- ② = ανθρωπάκης 2:
- οι δικτάτορες μεταβλήθηκαν σε ανθρωπάρια, όταν έχασαν την εξουσία |
- εμείς τ' ανθρωπάρια δεν πρέπει έτσι να μιλούμε για τέτοιους ανθρώπους (Palam) |
- μας παρουσίασαν αυτό το άθλιο ~, το ταπεινό, το ανάξιο λόγου (Chatzinis)
- ③ = ανθρωπάκης 3:
- ταπεινά ανθρωπάρια προσκολλημένα στα χρηματικά τους συμφέροντα |
- poem κάποια χωρίς υπόληψη ανθρωπάρια, | συμαζώματα, κάλπηδες, αλάνια (StavrouAr)
- ④ = ανθρωπάκης 4:
- σε πιάνει μια τρυφερή συμπόνια, μια στοργή που φτάνει ίσαμε τα δάκρυα, για τα μοιραία ανθρωπάρια που χάθηκαν (Theotokas)
[fr kath ανθρωπάριον ← MG ← K, AG, dimin of ἄνθρωπος]
- ① = ανθρωπάκης 1:



