Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φη%
149 εγγραφές [121 - 130]
αφήμιστος, -η, -ο [afímistos]
  • not renowned, not famous, not well-known (ant φημισμένος):
    • να κάμει πλάσματα της τέχνης .. ήρωες για μένα φημισμένους ή αφήμιστους, ονομασμένους ή ανώνυμους (Palam)

[cpd w. φημιστός; cf δυσφημίζω (Kοrais), κακοφήμιστος (: κακοφημίζω 1796)]

αφηνιάζω [afiniázo] ipf αφηνίαζα (& αφήνιαζα), aor αφηνίασα (& αφήνιασα), pf & plupf έχω-είχα αφηνιάσει, (L)
  • ① run wildly or uncontrollably, bolt:
    • το γαϊδούρι αφηνίασε και ο αναβάτης έπεσε |
    • πάλευε να κουμαντάρει τ' άλογό του, που 'χε αφηνιάσει (Roufos)
  • ② fig get out of control, run wild:
    • πέρασαν .. αστραπιαία από τα μάτια μας σα φιλμ κινηματογράφου, που του αφηνίασε για μια στιγμή η μηχανή (Ouranis) |
    • αφηνίασε η φαντασία και φτάσανε στο παραλήρημα της χλιδής (Psathas) |
    • το βαπόρι μας αφηνιάζει σαν ακυβέρνητο μέσα στην κόλαση των αφρών (Athanasiadis-N) |
    • το δεξί μου πόδι .. αφήνει το βάρος του να πέφτει ολάκερο πάνω στον επιταχυντήρα· το αυτοκίνητο αφηνιάζει (Chourmouziadis)
  • ⓐ run amok, rage violently, become frenzied, flare up (syn απολυσσιάζω, αποχαλινώνομαι, μανιάζω):
    • αφηνιάζει το κομματικό ραδιόφωνο (Palaiologos) |
    • φέρνει τα χέρια του στις τσέπες, .. αλλά μη βρίσκοντας τίποτα, αφηνιάζει, ξεσπά, ουρλιάζει (Psathas) |
    • ο αριστερός τύπος είχε αφηνιάσει εναντίον του (Nakou) |
    • με είχε πειράξει και η θάλασσα, που είχε αφηνιάσει τις τρεις τελευταίες μέρες (Stratou)

[fr MG (Ducas) αφηνιάζω ← PatrG (Epiphanius, 4th c.), K, cpd of pref αφ- & ηνία]

αφηνίαση [afiníasi] η, (L)
  • ① act of running wildly or uncontrollably, bolting (syn αφηνίασμα 1, αφηνιασμός 1)
  • ② fig lack of restraint or control, unruliness, wildness (syn αποχαλίνωση, αφηνίασμα 2, αφηνιασμός 2, μανία)

[fr kath αφηνίασις ← ByzG (Hierocles+; 5th c.) 'refusal to obey the reins', der of αφηνιάζω]

αφηνίασμα [afiníazma] το, (L)
  • ① = αφηνίαση η 1
  • ② fig = αφηνίαση η 2:
    • ερωτικό ~
  • ⓐ fury, rage, frenzy (syn μανία):
    • poem .. ένα φύλλο ξερό το παίρνει | του καταρράχτη το ~ (Pavleas)

[neol, der of αφηνιάζω]

αφηνιασμένος, -η, -ο [afiniazménos]
  • ① having bolted, wild, uncontrollable, runaway:
    • κάλπαζαν αληθινά άτια αφηνιασμένα από κοντά του (Sardelis) |
    • ένας ~ ελέφαντας τον σκότωσε (Venezis) |
    • μερικά πτώματα δείχνουν απάνω τους σημάδια δαγκώματος, από λύσσα κάποιου αφηνιασμένου κτήνους (ChZalokostas) |
    • εκδικιέται σαν αφηνιασμένη γκαμήλα (Tsirkas)
  • ② fig unrestrained, wild, uncontrollable (syn αποχαλινωμένος):
    • ~ ρομαντισμός |
    • αφηνιασμένο παραλήρημα |
    • αφηνιασμένα κύματα |
    • η μηχανή περνούσε αφηνιασμένη απ' τη σιδεροστρωσία (Lountemis) |
    • γύρω της χόρευαν ξεστήθωτοι αφηνιασμένοι Iταλοί κι Iταλίδες (Venezis) |
    • χάνονται μες στην αφηνιασμένη θάλασσα, που άφριζε (Zappas) |
    • κυλίστηκε σ' αγκαλιές αφηνιασμένες (Terzakis)
  • ⓐ raging, frenzied, amok, furious (syn μανιασμένος):
    • εγύρισε πίσω .. σπαθοκοπώντας τον άνεμο με το αφηνιασμένο μπαστούνι του (Papantoniou) |
    • έξω κουφόβραζε η φοβέρα ενός αφηνιασμένου όχλου (Delmouzos) |
    • οι αφηνιασμένες κραυγές του, οι αφορισμοί του, η λύσσα του έπεφταν σε δικαίους και αδίκους (Venezis)

[ppp of αφηνιάζω]

αφηνιασμός [afiniazmós] ο, (L)
  • ① act of running wildly or uncontrollably, bolting (syn αφηνίαση 1):
    • ο ~ των αλόγων, η πλημμύρα, ήταν γι' αυτόν .. εικόνες συμβολικές (Xenop)
  • ② fig lack of restraint or control, unruliness, wildness (syn αφηνίαση 2):
    • δεν προτιμάτε από το δημιουργικό αφηνιασμό .. το απαλό κύμα του γαλήνιου στοχασμού; (Palaiologos) |
    • παραμένει αδόνητος και ασάλευτος μπροστά στον αφηνιασμό της εξουσίας των βασιλέων (Stasinop)

[fr kath αφηνιασμός ← K (Philo, prob. in Plut.), der of αφηνιάζω]

αφήνω [afíno] (sp. also αφίνω) ipf άφηνα, aor άφησα (& άφηκα, αφήκα; subj αφήσω & αφήκω; imper άφησε & άφσε), pf & plupf έχω-είχα αφήσει, έχω-είχα αφημένο (& αφησμένο), mediop αφήνομαι, ipf αφηνόμουν, aor
  • L αφέθηκα (subj αφεθώ), pf & plupf έχω-είχα αφεθεί, είμαι-ήμουν αφημένος
  • ① permit or cause to be in a certain position or condition, leave:
    • άφησε την πόρτα ανοιχτή |
    • ~ το κρεβάτι ξέστρωτο |
    • άφησε τα παπούτσια του έξω |
    • δεν άφησε τίποτε όρθιο he destroyed everything |
    • τον άφησε να περιμένει he (she) kept him waiting |
    • την άφησε σύξυλη he left her flabbergasted |
    • άφησε τη δουλειά ατέλειωτη (or στη μέση) he left the work undone |
    • η παράσταση τον άφησε ασυγκίνητο the show left him unmoved |
    • ο πονόδοντος δεν τον άφησε ήσυχο the toothache did not leave him alone |
    • phr τον άφησε στον τόπο he killed him (right there) |
    • τον άφησε μπουκάλα he deceitfully deprived him of anticipated gains |
    • τον άφησε στα κρύα του λουτρού he left him in the lurch, he left him out in the cold |
    • δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί he does not give him respite, he keeps persecuting him |
    • gnom μην αφήνεις γι' αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα do not leave (or postpone) for tomorrow what you can do today |
    • το σύνταγμα της δημοκρατίας αφήνει τον πολίτη ελεύθερο να λατρεύει το θεό που πιστεύει (Papanoutsos) |
    • η επιφάνεια του μαρμάρου έχει αφεθεί τραχιά (Pallas) |
    • απάγγελνε απέξω έχοντας τα μάτια του αφημένα πέρα στον .. ορίζοντα (Karagatsis) |
    • poem .. μια τέτοια μελωδία, | που της αφήνει την ψυχή στους άλλους ήχους κρύα (Markoras) |
    • σε ρεμβασμούς να 'χει πικρούς τη σκέψη του αφησμένη (Malakasis)
  • ⓐ cause to remain, place, leave, deposit (syn απιθώνω 1, αποθέτω 2b):
    • άφησε το πακέτο καταγής |
    • πάνω στο τραπέζι η A. είχε αφημένα ένα σωρό γράμματα (TAthanasiadis)
  • ⓑ set aside, let be, leave:
    • αφήνει τη μια κουβέντα και πιάνει την άλλη he jumps fr one subject to the next |
    • αφήκε κατά μέρος την εξέταση των ουράνιων σωμάτων (Kakridis) |
    • άφηνα το βιβλίο και κοιτούσα από το παράθυρο (Charitaki)
  • ⓒ bring in, yield, leave (syn αποδίδω 3b, αποφέρω 1):
    • οι δουλειές του δεν αφήνουν κέρδος
  • ② have remaining after one's departure, leave behind:
    • άφησε τα παιδιά στο σπίτι |
    • άφησε το πορτοφόλι στο λεωφορείο |
    • το σκυλί άφησε λάσπες στο πάτωμα |
    • phr ~ εποχή (or όνομα) he made a name for himself, he became famous |
    • τους άφησε πίσω he outdistanced or outstripped them (syn τους ξεπέρασε) |
    • δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει he walked for some time, he went and went |
    • αφήναμε πίσω το καταραμένο χωριό, το εφιαλτικό σπίτι, τα πτώματα (Myriv) |
    • το συγγραφικό υλικό, που αφήκε πίσω του ο Λ. είναι τεράστιο (Kanellop) |
    • χτυπήθηκαν από αεροπλάνα, στο φυλάκιο αφήκαν δυο νεκρούς (LAkritas) |
    • τόσες φαμίλιες .. έχουν αφήσει ανθρώπους τους στην Aνατολή (Venezis) |
    • poem και βλέπω μπρος μου αγνώριστη παρθένα | την κόρη, που παιδούλα είχ' αφήσει (Malakasis)
  • ⓓ cause to remain as a trace, leave:
    • το κρασί άφησε λεκέ στο τραπεζομάντηλο |
    • δεν αφήκαν σχεδόν ίχνη στο πέρασμά τους από την ιστορία (Evelpidis) |
    • πρόλαβα να δω τις πατημασιές στα σκαλοπάτια, που τις είχαν αφησμένες ξένα πόδια (Prevelakis)
  • ⓔ cause to remain unconsumed, leave:
    • δεν του άρεσε το κρέας και το άφησε |
    • γιατί δεν άφησες λίγο γλυκό για τον αδερφό σου;
  • ⓕ cause to remain unused or unoccupied, leave empty:
    • άφησε χώρο στο γράμμα, για να γράψω δυο λόγια |
    • άφησέ μου ένα συρτάρι, για να βάλω τα ρούχα μου
  • ③ commit to s.o.'s action or control, leave it (up) to s.o., entrust sth to s.o. (near-syn αναθέτω 1, επιφορτίζω):
    • άφησε την υπόθεση σε μένα και θα σ' την κανονίσω |
    • phr αφήνει στο πόδι του τον δείνα he leaves so-and-so in his stead, he entrusts the control to so-and-so (during his absence) |
    • η προβολή και η πραγματοποίηση τέτοιων στόχων .. δεν είναι δυνατόν να αφεθούν αποκλειστικά στην πρωτοβουλία της εκάστοτε κυβερνήσεως (Zachareas)
  • ⓖ bequeath, devise, leave (syn κληροδοτώ):
    • η θεία του του άφησε ένα διαμέρισμα |
    • [στο ίδρυμα] ο βαρόνος T. ~ ολόκληρη την περιουσία του (Venezis) |
    • του 'χεν αφησμένη ευκή και κατάρα, ανίσως σκοτωθούνε τ' αδέρφια του, να πετάξει τα ράσα (Prevelakis)
  • ⓗ cancel one's debt, grant, cede, relinquish (syn χαρίζω):
    • του άφησε τα μισά απ' όσα χρωστούσε |
    • του άφησε τους τόκους
  • ⓘ grant the use of temporarily (syn παραχωρώ):
    • μας αφήνει την έπαυλή της για το καλοκαίρι
  • ⓙ let s.o. have sth at a lower price, sell for less:
    • του 'κανα παζάρια και μου άφησε το φόρεμα για ένα πεντακοσάρικο
  • ④ withdraw, depart, or go away fr, leave:
    • σας ~ I'm leaving you (syn φεύγω) |
    • phr ~ γεια bid s.o. goodbye (syn αποχαιρετώ 1, χαιρετώ) |
    • άφησε την εξοχή, για να ζήσει στην πόλη |
    • phr αφήνει το γάμο και πάει για πουρνάρια he leaves the wedding feast in order to go collect thorn bushes, said when people leave a pleasant activity or situation for a hard one |
    • αφήκε το παλάτι του κι άρχιζε να γυρίζει στην Iνδία (Evelpidis) |
    • άρχισε να νοιώθει ο γέρος πως τον άφηναν οι δυνάμεις του (NLoukop)
  • ⓚ euphem pass away, die, leave (syn αποχαιρετώ 1b, πεθαίνω, φεύγω):
    • μας άφησε χρόνους he died |
    • όταν μας άφησε η μητέρα της, ήταν οχτώ χρονώ (Rysianos)
  • ⓛ leave, abandon, desert (syn απαριάζω, απαφήνω, απολύω A5, εγκαταλείπω, παρατώ):
    • τον άφησαν στην τύχη του they abandoned him to his fate |
    • αφέθηκε αβοήθητος |
    • rembetiko song .. με άφησε | εκείνη π' αγαπούσα (IPetrop) |
    • poem μονάχη εδώ, πώς μ' άφηκαν στην άκρη του γιαλού; (Zevgoli)
  • ⓜ give up, quit, stop, abandon (syn αποβάλλω 1, αποθέτω 3, παρατώ, σταματώ):
    • άφησε το θέατρο |
    • ~ το τσιγάρο, τις κακές συνήθειες (syn κόβω) |
    • άφησέ τα αυτά cut it out (syn άσ' τα αυτά) |
    • να τ' αφήσεις αυτά που ξέρεις enough of your tricks |
    • δεν τις αφήνετε τις παλληκαριές, να πάνε κατ' ανέμου; (Vlachogiannis) |
    • βρε παιδί, άφησε τις μπερμπαντιές! δίνουν κακό καρπό αυτές (Voutyras)
  • ⑤ w. subj let, allow, permit (syn δίνω, επιτρέπω, ant εμποδίζω):
    • δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ, να παίξω, να σκεφτώ |
    • ~ το νερό να κυλήσει (or να τρέξει) |
    • ~ τα παιδιά να μιλούν στο μάθημα |
    • άφησε να τον παντρέψουν με το ζόρι |
    • τον άφηνα να καταλάβει ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτος |
    • phr θέλει ν' αγιάσει, μα δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι he wants to become a saint but the devils won't let him, said of people who ascribe to temptation their failure to act properly |
    • η αναφορά .. προς τη διοίκηση αφήνει να φανεί κάποια προδοσιά (Vlachogiannis) |
    • δεν πρέπει ν' αφήνουμε τα φαινόμενα να μας απατούν (Panagiotop) |
    • γελούσε κι άφηνε τις δυο θαυμάσιες σειρές τα δόντια του ν' αστράφτουν (Venezis) |
    • άφησ' με, καπετάνιο μου, να κουμαντάρω εγώ την υπόθεση (Manglis)
  • ⓝ let (go), release, leave, set free (syn αμολώ 3, απολύω A2, ελευθερώνω):
    • κρατάει το φουστάνι της μητέρας της και δεν το αφήνει |
    • δεν τον αφήνουν τα βάσανα |
    • τον είχαν στην αστυνομία δυο ώρες και μετά τον άφησαν |
    • ένας φοβερός πόνος τον έπιασε .. και δεν τον άφηνε (Prevelakis) |
    • μου έστειλε χτες έναν υπασπιστή του, για να με βεβαιώσει πως θα μ' αφήσουν ελεύθερο (TAthanasiadis)
  • ⓞ let go by, let slip, leave:
    • άφησε να δούμε τι θα γίνει (let's) wait a while and see what happens |
    • άφησε την ευκαιρία να του φύγει he passed up the opportunity, he let the opportunity slip |
    • phr δεν αφήνει λόγο να πέσει κάτω he answers back at every conceivable offense |
    • στάνη δεν άφησες να μην πατήσεις, να μη δείρεις πιστικούς (Vlachogiannis) |
    • αφήκε μια μέρα και τη δεύτερη πήγε ο παπάς .. να βρει τον αγά (Kondylakis) |
    • δεν αφήκε συμφορά που να μην τη ρίξει πάνω στους συμπολίτες του (Kakridis) |
    • δεν άφησε καλντερίμι για καλντερίμι ατραγούδιστο (Stamatiou) |
    • folks. .. δεν άφηκες καρδιά να μη την αιματώσεις (Passow)
  • ⓟ leave unmentioned, let alone, leave aside, not to speak of (syn phr άσε, εκτός, χώρια):
    • δεν έχω καιρό για διακοπές· άφησε που δεν έχω και λεφτά |
    • πέθαναν χιλιάδες, άφησεπια και τις οικονομικές ζημίες |
    • θα μου είναι αδύνατο να έλθω να σε ιδώ· ~ που θα με ρωτούνε στο σπίτι τι γίνεσαι (Palam) |
    • σε τρακόσιες χιλιάδες δραχμές υπολογίζονται οι ζημίες· και ~ την αποσύνθεση του ηθικού του θιάσου (Melas)
  • ⑥ let out, emit, produce, make (syn βγάζω):
    • ~ πορδή (or την αφήνω) break wind (syn την αμολώ) |
    • ~ γέλια (κλάματα) (syn phr πατώ κτ γέλια [κλάματα]) |
    • το κοτόπουλο άφησε πολύ ζουμί |
    • πέρασε .. χωρίς ν' ακούγεται με τις μαλακές παντούφλες, που δεν άφηναν ήχο (Myriv) |
    • αφήκε ένα στεναγμό ανακούφισης (LAkritas) |
    • poem δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων, | όμως αφήνεις μια φωνή κι ακούνε τη φωνή σου (Palam)
  • ⓠ (let) grow:
    • άφησε γενειάδα και μακριά μαλλιά
  • ⑦ mi αφήνομαι let o.s. go, abandon or surrender o.s., abandon self-restraint (syn εγκαταλείπομαι, παραδίνομαι):
    • αφήνεται στη μοίρα του or στην τύχη του |
    • αφήνεται στο γλεντοκόπι, στην κούραση, στα όνειρα, στις σκέψεις, στον ύπνο |
    • δε θέλω να ειπώ ότι ο άνθρωπος πρέπει παθητικά και ολότελα να αφήνεται στις φυσικές του ορμές (Palam) |
    • δεν ήταν γλυκό ανατάραγμα της ψυχής εκείνο, όπου με τόση ηδονή αφέθηκα (KParaschos) |
    • με ανακούφιση αφεθήκαμε στο δειλινό ψιλοβρόχι (Karantonis) |
    • έπεσε στην αγκαλιά του αντρός της και αφέθηκε στο κλάμα (Petsalis) |
    • poem να σταυρώσω τα μάτια | και ν' αφεθώ στων ανέμων τη διάθεση (Ritsos)
  • ⓡ w. subj let o.s., allow o.s.:
    • αφέθηκε να παρασυρθεί σε μια λέσχη (Karyotakis) |
    • ~ άβουλος και λιγομίλητος να οδηγηθεί στα ελληνικά μαγαζιά (Bastias) |
    • αφήστηκε να γλιστρήσει πάνω στον κορμό και κάθισε κατάχαμα (KPolitis) |
    • αφέθηκε να την αγκαλιάσω (KStergiop)

[fr postmed, MG αφήνω ← PatrG, K (also pap) ἀφίω (and mediev. Pontic) ← AG ἀφίημι by backform. fr aor ἀφῆκα and ἄφησα; cf σβήνω (& σβένω) (ἔσβησα), στήνω (& στένω) (ἔστησα), φτύνω (ἔφτυσα ← ἔπτυσα), ψήνω (ἔψησα ← eψησα: dψω) etc]

αφηρημάδα [afirimá∂a] η, (& αφαιρεμάδα)
  • lack of mental concentration, absent-mindedness, inattention (syn αποχάζεμα, ant προσήλωση):
    • ασυγχώρητη, βαθιά ~ |
    • ποιητική ~ |
    • συνήλθε από την ~ του, άφησε στη μέση τις σκέψεις του (Xenop) |
    • μια κάποια ~ του έδειχνε ίσα ίσα πως τον απασχολούσαν έμμονες σκέψεις (Prevelakis) |
    • μια απλή στραβοτιμονιά ή ~ φτάνει για να φέρει την καταστροφή (SPapadimitriou) |
    • καμιά αφαιρεμάδα, καμιά ελάφρωση της σκέψης δεν επιτρέπεται (Theotokas)

[neol (Koumanoudis 1887), der of ppp stem αφηρημ- (of αφηρημένος2) w. suff -άδα]

αφηρημένα [afiriména] adv (& αφαιρεμένα)
  • ① absentmindedly, absently, inattentively:
    • ακούει, κοιτάζει, μιλάει, οδηγάει, ρωτάει ~ |
    • τ' αντιπαρέρχεται κανείς κάπως ~, όπως θα γύριζε τις σελίδες ενός παλιού ιστορημένου βιβλίου (Ouranis) |
    • χτυπούσε ~ το τζάμι με τα δάχτυλά της (Vasilikos) |
    • με κοίταξε αφαιρεμένα, σα να έλειπε ο νους από το κεφάλι του (Karkavitsas) |
    • μου χαμογελάει ~, φιλικά (Terzakis)
  • ② (L) in the abstract, in abstracto, abstractly (ant συγκεκριμένα):
    • ο πεζός άνθρωπος βλέπει την πραγματικότητα ~ και σχηματικά (Theodorakop) |
    • ικανότητα να δίνει στις έννοιες ορισμένο, ~ συλληπτό νόημα (Tatakis) |
    • τους στοχασμούς που του γεννιούνται .. δεν τους εκφράζει ~ και απρόσωπα, αλλά με το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό (Sachinis) |
    • κάθε θεωρητική ή πρακτική θέση δεν κρίνεται ποτέ ~, αλλά μέσα σε μια πολύ προσδιορισμένη ιστορική πραγματικότητα (Dizikirikis)

[der of αφηρημένος2]

αφηρημένη [afiriméni] η,
  • absent-minded woman:
    • πολλές φορές έκανε τη σκεφτική, την ~, για να μη νομίζει ο πατέρας της πως ήταν τόσο πια αναίσθητη (Xenop)

[substantiv. f of αφηρημένος2]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες