Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φα%
433 εγγραφές [431 - 433]
αχνοφαίνομαι [axnofénome] ipf αχνοφαινόμουν
  • appear vaguely or blearily, be faintly visible (syn θαμποφαίνομαι, near-syn αχνογράφομαι, αχνοδιαγράφομαι, διαφαίνομαι):
    • πήρε το μάτι του ένα πράσινο φως, πότε ν' αχνοφαίνεται και πότε να χάνεται (Bastias) |
    • ο ψυχικός αγώνας .. αχνοφαίνεται από την πρώτη συλλογή του Παλαμά (Chourmouzios) |
    • μερικά αιγαιοπελαγίτικα νησιά αχνοφαίνονται στο βάθος (Varelas) |
    • τ' αστέρια .. μόλις αχνοφαίνονταν μέσ' απ' τον πέπλο της καταχνιάς (Karagatsis)

[cpd of αχνο- & φαίνομαι]

αχνοΰφαντος, -η, -ο [axnoífandos] (also αχνόυφαντος & αχνόφαντος) poet
  • woven as if w. mist, very light or fine (near-syn αραχνοΰφαντος):
    • είναι μια αχνοΰφαντη σιωπή· είναι ένα όνειρο γαλήνιο (AGiannop) |
    • poem γύρω από τ' ολοστρόγγυλο κεφάλι τη στολίζει .. | αχνόυφαντο, εφτάχρωμο σα δόξα ένα στεφάνι (Filintas) |
    • .. στη γαλήνη που αργοστάζει | στου δειλινού τ' αχνόφαντο το ατλάζι (Evangelidis)

[cpd w. υφαντός]

αχτιδοστέφανο [axti∂ostéfano] το, poet
  • wreath made of light rays, halo, nimbus (near-syn φωτοστέφανο):
    • poem δυο χέρια απλώνονται ως να μέλλουν | αχτιδοστέφανα να γίνουν | για το κεφάλι του εκλεχτού κλ (Palam)

[cpd of αχτίδα & στεφάνι]

< Προηγούμενο   1... 40 41 42 43 [44]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες