Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φα%
433 εγγραφές [361 - 370]
αφαιρέτης [aferétis] ο, (L) obsol math = αφαιρετέος1
  • [fr kath αφαιρέτης ← PatrG (Hippol.

[obiit 235], of doubtful authorship: αφαιρετής), LK 'one who removes or deprives' (Vettius Valens, 2nd c. AD), der of ἀφαιρῶ]

αφαιρετικά [aferetiká] adv (L)
  • by means of or w. the help of abstraction, in an abstract manner:
    • ξετυλίγεται ~ και συνοπτικά η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων |
    • η γεωμετρία είναι επιστήμη, που σχηματίζεται ~ έπειτα από την παρατήρηση φυσικών αντικειμένων

[der of αφαιρετικός]

αφαιρετική [afereticí] η, (L) gramm
  • grammatical case signifying primarily relations of separation or source, ablative

[fr kath αφαιρετική (sc πτώσις) ← ByzG (4th c.), calqued on Lat casus ablativus]

αφαιρετικός, -ή, -ό [aferetikós] (L) philos, art etc
  • pertaining to or employing abstraction, abstractive:
    • ~ λόγος, στοχασμός |
    • αφαιρετική διαδικασία, μέθοδος, προσπάθεια, τέχνη, φαντασία |
    • από τις τέχνες του λόγου μεγαλύτερη αφαιρετική δύναμη έχει .. η ποίηση (Papanoutsos) |
    • ειδώλια βιολόσχημα με .. έντονα αφαιρετική σχηματοποίηση του ανθρώπινου κορμιού (ASakellariou) |
    • διαπιστώνει ένα αληθινό αφαιρετικό άλμα με τη σύλληψη του όντος από τον Παρμενίδη (Malevitsis)

[fr kath αφαιρετικός ← PatrG, LK, der of ἀφαιρετός]

αφαιρετικότητα [aferetikόtita] η, (L)
  • quality of being abstract, abstractness:
    • ~ του κειμένου, του ύφους

[der of αφαιρετικός]

αφαιρετισμός [aferetizmós] ο, (L) art
  • movement or theory stressing the use of abstractions, abstractionism:
    • η πορεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής προς τον αφαιρετισμό άρχισε με την επιδίωξη της καθαρής μορφής (Michelis)

[neol, der of αφαιρετός w. suff -ισμός]

αφαιρετός, -ή, -ό [aferetós] (L)
  • removable, detachable:
    • αφαιρετό διάφραγμα, κάλυμμα

[fr kath αφαιρετός ← K (Arrian; also pap 'deducted', 3rd c. BC), AG (Plato, Aristotle), der of ἀφαιρῶ]

αφαιρώ [aferό] αφαιρεί, ipf αφαιρούσα, aor αφαίρεσα (& αφήρεσα, subj αφαιρέσω), pf & plupf έχω-είχα αφαιρέσει, mediop αφαιρούμαι, ipf αφαιρούμουν (& αφαιριόμουν), aor αφαιρέθηκα (subj αφαιρεθώ), pf & plupf έχω-είχα αφαιρεθεί, είμαι-ήμουν αφηρημένος, (L)
  • ① take out of, take away, remove, detach, extract (syn βγάζω):
    • αφαιρεί το καπέλο από το κεφάλι |
    • ~ τα αγκάθια του ψαριού |
    • αφαιρεί το κάλυμμα του βιβλίου |
    • ο γιατρός τής αφαίρεσε τις ωοθήκες |
    • να αφαιρεθούν οι άσκοπες αυτές επιγραφές |
    • ο επικαρπωτής έχει δικαίωμα ν' αφαιρέσει το κατασκεύασμα που έκανε ο ίδιος (Christidis AK) |
    • βρήκαν ευκαιρία να αφαιρέσουν από τη Σύρο σπάνιες αρχαιότητες (Varelas) |
    • αφαιρείται συνήθως ένα τεμάχιο του οστού στο σημείο του εγκεφάλου που αισθάνεται περισσότερο πόνο .. ο ασθενής (Poulianos) |
    • οι υπόλοιπες [σειρές κερκίδες] αφαιρέθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό (Floros)
  • ⓐ divest or dispossess s.o. of sth, take away, remove, or withdraw sth fr s.o. (syn απαλλοτριώνω 3, απεκδύω 1, αποστερώ 1, παίρνω):
    • του αφαιρεί τον λόγο |
    • του αφαιρέθηκε η ιθαγένεια |
    • του αφαιρέθηκαν όλα τα προνόμια |
    • του αφαίρεσαν την άδεια οδηγήσεως |
    • αφαίρεσε από χιλιάδες ανθρώπους τη ζωή και την ευτυχία (Theodorakop) |
    • αφαίρεσαν από τους χωρικούς τα όπλα τους (Christidis) |
    • πρέπει να ευγνωμονεί τον θεό που του 'γινε η μεγάλη χάρη να του αφαιρεθεί το φως (Kanellop) |
    • για λόγους εξωτερικής πολιτικής του αφήρεσαν την αρχηγία (ChZalokostas)
  • ⓑ remove unlawfully, steal, purloin (near-syn κλέβω, L υπεξαιρώ):
    • αφαίρεσε χρήματα από το ταμείο |
    • της ~ μεγάλα ποσά με απάτη
  • ② take, deduct, subtract (syn βγάζω, κατεβάζω, ant προσθέτω):
    • ~ τρία από πέντε subtract three fr five |
    • ~ τα έξοδα από τα έσοδα |
    • του αφαιρούν από το μισθό πολλές κρατήσεις
  • ⓒ take (away), detract:
    • οι διάφοροι περισπασμοί .. του αφαιρούσαν χρόνο και δύναμη από τη διδασκαλία του (Vacalop) |
    • κανένας δεν εσκέφτηκε ν' αφαιρέσει από τη δόξα του Mοριά (Petsalis)
  • ③ deduce or consider through abstraction, abstract:
    • η χρήση των επιθέτων προϋποθέτει .. την ικανότητα ν' αφαιρεί τις ποιότητες αυτές από τα πράγματα (Geros)
  • ④ mi αφαιρούμαι lose one's concentration, lose o.s. in thought or reverie, become detached or distracted, daydream (syn απολησμονιέμαι, αποξεχνιέμαι, ξεχνιέμαι):
    • το μυαλό, η σκέψη του αφαιρείται |
    • ρουθούνιζε κάθε τόσο έναν περίφημο ταμπάκο .. και κάπως αφαιρούνταν (TAthanasiadis) |
    • ένας μελετηρός έφηβος αφαιρέθηκε εκεί με το βιβλίο στο χέρι (Theotokas) |
    • είχα αφαιρεθεί να κοιτάζω το κύμα (Prevelakis) |
    • έφυγε ο απόστρατος ναύαρχος, που ήταν αφηρημένος στο μπριτζ (Ouranis)

[fr kath αφαιρώ ← PatrG, K (also pap), AG]

αφάκα [afáka] η, (& αφάκη) bot
  • ① lesser chick pea, Lathyrus cicera (syn αγριοφακή) ; cf Hesych. αφάκη· όσπριον (Diosc. 2.148)
  • ② Jerusalem sage, Phlomis fruticosa (syn σφάκα)

[fr MG (CGL) αφάκη ← K (also pap), AG]

αφακέλωτος, -η, -ο [afacélotos]
  • who has not been the object of inquiries by security services (esp in connection w. his political views), whose particulars have not been placed in security service dossiers (ant φακελωμένος):
    • δεν υπήρχε πολιτικός της αριστεράς ~ [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1891]) αφακέλωτος, cpd w. (Koumanoudis: 1873) φακελωτός (: φακελώ); cf kath εμφακέλωσις & φακέλωμα]

< Προηγούμενο   1... 35 36 [37] 38 39 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες