Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 433 εγγραφές [351 - 360] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφαίμαξη [afémaksi] η, (L)
- ① med drawing blood fr s.o., bloodletting, bleeding (syn φλεβοτομή, φλεβοτομία):
- μπήκε ο γιατρός και έφερε τις βδέλλες για την ~ (Petsalis) |
- η ~ είναι η καλύτερη μέθοδος στην πίεση (Sfakianakis) |
- δεν υπάρχει άλλο μέσον να περάσει κανείς στα γεράματα παρά οι αφαιμάξεις, οι βεντούζες, τα καθαρτικά κλ (Louros)
- ② fig reduction or draining of one's resources, bleeding (syn αιμορραγία 2):
- θα απαγόρευα τη μετανάστευση· θα σταματούσα αυτή την ~, το αδυνάτισμα του έθνους (Venezis) |
- επεσήμανε .. την ~ της χώρας από εργατικό δυναμικό (Kyriakidis) |
- παρ' όλη την ~ του πληθυσμού η ναυτική παράδοση δεν έσβησε ολότελα (DPolemis)
- ⓐ getting excessive amounts of money out of s.o., exploitation, bleeding (syn απομύζηση 2):
- οικονομική, φορολογική ~ |
- τα χρήματα, που συνάθροιζαν από την ~ του λαού, τα σκόρπιζαν τρελά (Ouranis) [fr kath αφαίμαξις ← LK (Archigenes, 2nd c. AD, in Aëtius
[6th c.]), der of ἀφαιμάσσω]
- ① med drawing blood fr s.o., bloodletting, bleeding (syn φλεβοτομή, φλεβοτομία):
- αφαιμαξομετάγγιση [afemaksometáŋɟisi] η, (L) med
- exsanguination and transfusion, exchange transfusion, total transfusion
[fr kath (neol) αφαιμαξομετάγγισις, cpd of αφαίμαξις & μετάγγισις]
- αφαιμάσσω [afemáso] aor αφαίμαξα (subj αφαιμάξω), pass αφαιμάσσομαι, (L)
- ① med let or draw blood fr s.o., bleed s.o., (near-syn φλεβοτομώ)
- ② fig drain one's resources, bleed s.o., exploit (near-syn απομυζώ 2b, αρμέγω 2):
- η γραφειοκρατία, .. άμα σε πιάσει, θα προσπαθήσει να μη σε αφήσει, ίσαμε που να σ' αφαιμάξει οριστικά (Panagiotop) |
- η Eυρώπη αφαιμάσσεται συστηματικά από τους δύο 'μεγάλους' (Pananoutsos)
[fr kath αφαιμάσσω ← LK (Soranus, 2nd c. AD), cpd w. αἱμάσσω]
- αφαιρεθείς, -είσα, -έν [afereθís] (L)
- taken out, removed, extracted:
- άλλαζα ένα τραύμα από αφαιρεθέντα όγκο της κνήμης, που πυορροούσε πολύ (Alivizatos)
[fr kath αφαιρεθείς, aor pp of αφαιρώ]
- taken out, removed, extracted:
- αφαιρεμένα, s. αφηρημένα.
- αφαιρεμένος, s. αφηρημένος.
- αφαιρεμός [aferemós] ο, (L)
- state of being lost in thought, reverie, daydreaming (near-syn ονειροπόληση, ρέμβη):
- poem έτσι σου φάνηκε η ζωή σε μιαν ώρα αφαιρεμού (NFokas)
[der of αφαιρώ]
- state of being lost in thought, reverie, daydreaming (near-syn ονειροπόληση, ρέμβη):
- αφαίρεση [aféresi] η, gen αφαίρεσης & αφαιρέσεως, (L)
- ① taking away, removal, abstraction, elimination (ant πρόσθεση):
- χειρουργική ~ όγκου |
- ~ διπλώματος (οδηγήσεως) suspension of (driver's) licence |
- ~ χρημάτων από το ταμείο |
- εκείνος που οφείλει ένα πράμα, που αφαιρέθηκε με παράνομη πράξη, είναι υπερήμερος αφότου έγινε η ~ (Christidis AK) |
- μοιράστηκε με το σύντροφό της διωγμούς, εξορίες, ~ της υπηκοότητας (Palaiologos) |
- να κάνεις ~ του ό,τι τυχόν γνωρίζεις, για να μην πέσεις σε αντιγραφή (Stratou)
- ⓐ math subtraction
- ⓑ gramm loss of initial vowel of word following another word ending in a vowel, aphaeresis, e.g. μου 'φερε (fr μου έφερε), θα 'χει (fr θα έχει), να 'σαι (fr να είσαι) etc
- ② philos, art etc act or process of disregarding certain secondary or external qualities or characteristics of sth in order to concentrate on the primary or central ones, abstraction:
- λογική, νοητική ~ |
- ο ορισμός των νόμων απαιτεί ~ από τα αισθητά (Theodorakop) |
- πώς να φτάσουμε στην ~ να μη βλέπουμε στην Aθηνά του Φειδία την προστάτισσα θεά της Aθήνας; (Andronikos) |
- η αρχιτεκτονική κατατάσσεται συνήθως με τη μουσική μαζί στις τέχνες που κάνουν μεγαλύτερη ~ και χρησιμοποιούν σχήματα αφηρημένα (Michelis) |
- μια καλή ζωγραφική ήταν απαραίτητο να πλανάται στα σύννεφα της αφαιρέσεως (Papantoniou)
- ⓒ abstract idea, abstraction:
- το γενικό συμφέρον είναι μια ~, μια έννοια άπιαστη (Kasimatis)
[fr kath αφαίρεσις ← MG, PatrG ← K (also pap), AG, der of ἀφαιρῶ]
- ① taking away, removal, abstraction, elimination (ant πρόσθεση):
- αφαιρετέος1 [aferetéos] ο,, (L) math
- quantity or number that is to be subtracted fr another, subtrahend (syn αφαιρέτης)
[fr kath (neol) ο αφαιρετέος (sc αριθμός), substantiv. m of αφαιρετέος2]
- αφαιρετέος2, -α, -ο [aferetéos] (L) math
- to be subtracted:
- εκτελεί την αφαίρεση χωρίς να προσθέτει στο επόμενο αριστερά αφαιρετέο ψηφίο την κρατούμενη μονάδα (Sotirakis)
[fr kath αφαιρετέος ← PatrG (Julianus, Orat., 4th c.) ← AG (Plato), der of ἀφαιρῶ]
- to be subtracted:



