Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 565 εγγραφές [531 - 540] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατσάκιστα [atsácista] adv
- without bending, stiffly, rigidly (syn άκαμπτα, αλύγιστα):
- περπατάει ~
[der of ατσάκιστος]
- without bending, stiffly, rigidly (syn άκαμπτα, αλύγιστα):
- ατσούγκριστα [atsúgrista] adv
- without colliding or crashing
[der of ατσούγκριστος]
- αυγούστα [avγústa] η, (L)
- ① hist title borne by Roman and Byzantine empresses
- ② cap, f pers-n:
- γνωρίζει .. την Aυγούστα Mούχρα, την ερωτεύεται και φεύγει μαζί της για την πολιτεία του Aγίου Mάρκου (Charis)
[fr MG αυγούστα ← PatrG, K ← Lat augusta]
- αυθυπόσταση [afθipóstasi] η, (L)
- entity that exists on its own, independent entity:
- η ανθρώπινη νόηση δεν είναι ~, οντοποιείται βασισμένη σε κάποια οντολογική διαφορά (Georgoulis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυθυπόστασις, cpd of αυθ- w. υπόστασις; cf kath αυθύπαρξις]
- entity that exists on its own, independent entity:
- αυθυποστασία [afθipostasía] η, (L)
- existence on one's own, self-existence, independence (syn in αυθυπαρξία):
- ο άνθρωπος έχει την ~ του κατά τη γήινη ζωή του (Tatakis, adapted) |
- προσπαθούν να δώσουν απάντηση, που να σώζει τη διδασκαλία για το ηθικό πρόσωπο, την ~ του ανθρώπου (id.)
[fr kath (neol) αυθυποστασία bes αυθυπόστατος]
- existence on one's own, self-existence, independence (syn in αυθυπαρξία):
- αυθυπόστατα [afθipóstata] adv (L)
- in a self-existing manner, independently (near-syn ανεξάρτητα 1, αυτεξούσια, αυτοτελώς)
[der of αυθυπόστατος, cf MG adv αυθυποστάτως]
- αυθυπόστατο [afθipóstato] το, (L)
- existence on one's own, self-existence, independence (syn in αυθυπαρξία):
- οι περισσότερες [δυσκολίες] δημιουργούνται από τις εικονικές εκφράσεις, που μεταχειριζόμαστε όταν μιλούμε για ύπαρξη ή ~ των αξιών (Papanoutsos) |
- θαυμάζονται γενικά οι κρίσεις που διατυπώνει .. για την οξύτητα και το αυθυπόστατό τους (Tatakis)
[fr kath το αυθυπόστατον, substantiv. n of αυθυπόστατος]
- existence on one's own, self-existence, independence (syn in αυθυπαρξία):
- αυθυπόστατος, -η, -ο [afθipóstatos] (L)
- existing on one's own, self-existent, independent (syn in αυθύπαρκτος):
- αυθυπόστατη αρετή, έννοια, οντότητα, πραγματικότητα |
- αυθυπόστατη ενότητα, ομάδα |
- αυθυπόστατο και απομονωμένο γεγονός |
- η ομορφιά είναι αξία αυθυπόστατη και δεν εξουσιάζεται από άλλες (Papanoutsos) |
- στο μέρος αυτό της Iλιάδας βρίσκεται καταχωρισμένο ένα παλαιότερο αυθυπόστατο έπος (Kakridis) |
- είναι ολοκληρωτικά στραμμένος προς το χιμαιρικό ίνδαλμα της απόλυτης και αυθυπόστατης ποίησης (Karantonis) |
- η μονή .. μέχρι το 1900 ήταν αυθυπόστατη και ανεξάρτητη στη διαχείριση της περιουσίας της (Varelas)
[fr kath αυθυπόστατος ← MG, PatrG, cpd of αὐθ- w. adj Ξπόστατος]
- existing on one's own, self-existent, independent (syn in αυθύπαρκτος):
- αυτεπιστασία [aftepistasía] η, (L)
- act or process of personally supervising a work done to one's order or for one's account, personal superintendence:
- η εκμετάλλευση των δασών του δημοσίου γίνεται με ~
[fr kath αυτεπιστασία ← MG (schol. Theocr. 7.6), cpd w. επιστασία]
- act or process of personally supervising a work done to one's order or for one's account, personal superintendence:
- αυτοπροστασία [aftoprostasía] η, (L)
- self-protection (near-syn αυτοάμυνα):
- κοινωνική ~ |
- δικλείδες ασφαλείας και αυτοπροστασίας |
- μέσα αυτοπροστασίας της δημοκρατίας |
- παίρνει μέτρα αυτοπροστασίας |
- ο υπουργός επανήλθε στο θέμα της αυτοπροστασίας των καταστημάτων |
- τ' αβγά των γλάρων έχουν .. μαυριδερές και καφετιές βούλες, λες σωστό καμουφλάρισμα, που πρόβλεψε η φύση για την ~ της (Zappas) |
- η απόκρυψη του προσώπου χρησιμεύει για καθαρή άμυνα και ~ (Maronitis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1894]) αυτοπροστασία, cpd w. προστασία]
- self-protection (near-syn αυτοάμυνα):



