Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %προαιρ%
3 εγγραφές [1 - 3]
απροαίρετος, -η, -ο [aproéretos] (L)
  • unintentional (near-syn αθέλητος 1, ant L εσκεμμένος, σκόπιμος):
    • απροαίρετη βλάβη |
    • η πράξη διαφέρει από το φυσικό ενόρμημα, εκείνη έχει σκοπό και νόημα, ενώ τούτο είναι αθέλητη, απροαίρετη ενέργεια (Theodorakop)

[fr MG ← PatrG ἀπροαίρετος, K, AG]

αυτοπροαίρετα [aftoproéreta] adv (L)
  • of one's own accord or initiative, willingly, voluntarily (near-syn απαρακίνητα, αυθόρμητα, αυτόβουλα 1):
    • δεν εννοεί τον καταναγκασμό, θέλει ~ να δοθεί (Panagiotop) |
    • πήραν απάνω τους ~ την ευθύνη να ξαναπλάσουν τον κόσμο (id.) |
    • κατέβαιναν είτε ~ είτε υπακούοντας σε προσταγή της εξουσίας (Floros) |
    • κάτι άγρια ξημερώματα ~ προσήλθε ένα γαϊδούρι να μείνει μέσα στο κοιμητήριο (Papatsonis)

[der of αυτοπροαίρετος; cf kath αυτοπροαιρέτως]

αυτοπροαίρετος, -η, -ο [aftoproéretos] (L)
  • deriving fr or based on one's own accord, initiative or freewill, voluntary (near-syn αυθόρμητος 1, αυτεπάγγελτος 1, αυτόβουλος 2):
    • ~ έρανος |
    • αυτοπροαίρετη βοήθεια, πειθαρχία, συμμετοχή |
    • η συνοίκηση [στις μεγάλες πολιτείες] δεν είναι αυτοπροαίρετη, στηρίζεται σ' ένα καταναγκασμό (Panagiotop)

[fr kath αυτοπροαίρετος ← postmed (Somavera) ← ByzG (4th & 5th c.) & PatrG, cpd w. AG προαιρετός (cf also adv PatrG αὐτοπροαιρέτως); cf ἀπροαίρετος (Aristotle), εὐπροαίρετος (Ptol. +), ἰδιοπροαίρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες