Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 868 εγγραφές [831 - 840] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφοριστικό [aforistikό] το, eccl
- letter announcing an excommunication read in the church:
- ήρθε ~ από το δεσπότη
[substantiv. n of αφοριστικός]
- letter announcing an excommunication read in the church:
- αφοριστικός, -ή, -ό [aforistikós] (L)
- ① eccl of or pertaining to an excommunication, excommunicatory:
- αφοριστικά γράμματα
- ② aphoristic, apothegmatic, epigrammatic (syn αποφθεγματικός, επιγραμματικός):
- ~υπομνηματισμός |
- αφοριστική απόφανση, γνώμη, διατύπωση, έκφραση, πρόταση |
- το 'Eγχειρίδιο' του Eπίκτητου .. ίσως να πήρε από τον Aρριανό την αφοριστική του μορφή (Kanellop) |
- απομονωμένη από την επιχειρηματολογία της η διαπίστωσή μου παίρνει ίσως κάτι το αφοριστικό και το υπερβολικά απαισιόδοξο (Terzakis) |
- στα κεφάλαια αυτά μπορούμε να θαυμάσουμε τον πρωτότυπο, παρατηρητικό είτε αφοριστικό [Zαχαρία] Παπαντωνίου (Sachinis)
[fr kath αφοριστικός ← PatrG, K, der of *ἀφοριστός (: ἀφορίζω); cf ἀδιόριστος, αὐθόριστος, ἐξόριστος etc & ἀφοριστέον (Aristotle+), ἐξοριστέος (Clemens Alex.), περιοριστέος (ib.)]
- ① eccl of or pertaining to an excommunication, excommunicatory:
- αφορμάριστος, -η, -ο [aformáristos] (L)
- unformed, unshaped, amorphous, unfixed (syn in ασχημάτιστος 1):
- ~ ψυχικός κόσμος |
- δίνοντας όλη την προσοχή στον κεντρικό, αφορμάριστο ακόμα πυρήνα, έφτασα στ' ακόλουθα γενικά συμπεράσματα (Kazantz)
[neol, cpd w. *φορμαριστός (: φορμάρω); cf also ξεφορμάριστος (: ξεφορμάρω)]
- unformed, unshaped, amorphous, unfixed (syn in ασχημάτιστος 1):
- αφορμή [aformí] η,
- ① immediate, contributing, or incidental cause, occasion:
- φιλονίκησαν για ασήμαντη ~ |
- η φαντασία κι από μικρή ~ ανάβει και λαμπαδιάζει καθώς το φρύγανο (Panagiotop) |
- δεν πρέπει να συγχέουμε την αιτία με την ~ των γεγονότων· οι αφορμές μπορεί να είναι τυχαίες, όχι όμως οι αιτίες (Evelpidis) |
- πίσω από τις φαινομενικές αφορμές [του πολέμου] .. είδε τα πραγματικά του αίτια (Kakridis)
- ⓐ occasion, opportunity (syn ευκαιρία):
- με την ~ της προαγωγής του έδωσε δεξίωση |
- τους δόθηκε ~ να συζητήσουν |
- μου έλεγεν άλλοτε, από την ~ του θανάτου αγαπημένου αδερφού, πως ήταν κι εκείνος ποιητής (Palam) |
- μια ωραία ~ για το γερμανικό λαό να τιμήσει τη μεγάλη ποιήτριά του (Athanasiadis-N) |
- με την ~ αυτή του είπε .. για την κατάντια τους (Venezis) |
- το εξωτερικό γεγονός αποτελεί μια απλή ~ για την αξιοποίηση δυνάμεων, που κοιμούνται μέσα μας (Chatzinis)
- ② cause, reason (syn αιτία 1, λόγος):
- δίνει ~ για επικρίσεις, παράπονα |
- έγινε ~ να τιμωρηθεί ένας αθώος (syn phr έγινε αίτιος) |
- η αυτοκράτειρα T. θεωρείται γενικά ως ~ πολλών ατυχιών του (Athanasiadis-N) |
- να το θυμάσαι και να κλειδώνεις το στόμα σου, να το κλαις και να μη μολογάς την ~ σου (Prevelakis) |
- κανένας ψαράς δεν ήξερε .. τη σωστή ~ που 'σπρωχνε τα ψάρια στα ταξίδια τους (Bastias) |
- δεν βρήκα ~ να αλλάξω τίποτε και πρόσθεσα μόνο μερικές παραπομπές (Karouzos)
- ⓑ rise, cause, impetus:
- ο θάνατος του ποιητή είχε δώσει ~ σε μια φιλολογία, .. που έφτασε τα όρια της ανούσιας απεραντολογίας (Chatzinis)
- ⓒ cause for complaint, grievance (syn παράπονο):
- έχει αφορμές εναντίον του αφεντικού του
- ③ (alleged) grounds, pretext, pretense, excuse (syn αιτία 2, δικαιολογία, λαβή, πάτημα, πρόφαση):
- γυρεύει (or ζητάει) ~ he is looking for an excuse (to fight etc) |
- θα σε χτυπήσουνε· μην τους δίνεις αφορμές (LAkritas) |
- τριγυρόφερνε το σπίτι σκουντουφλιασμένος και βαρύς, δεν του λείπανε δα κι οι αφορμές (Prevelakis) |
- folks. βαρύ σταμνί με δίνει και κοντό σκοινί, | ν' αργήσω να γεμίσω, να μ' εύρει ~ (DPetrop)
- ④ in adv function because of, on account of (syn απαφορμή, εξαιτίας):
- απ' ~ το χιόνι δεν πάει στη δουλειά του |
- απ' ~ να πιει νερό, μας το 'σκασε |
- folks. άνοιξε, γης, κατάπιε με και σκέπασέ με χώμα, | γιατ' ~ δε μου μιλεί το ζαχαρένιο στόμα (Passow)
[fr postmed, MG αφορμή ← PatrG, K (also pap), AG (Eurip.+), cpd w. pref ἀφ- & ὁρμή; cf παραφορμή (Hesych.)]
- ① immediate, contributing, or incidental cause, occasion:
- αφόρμηση [afόrmisi] η, (L)
- starting point, base, basis (near-syn αφετηρία, βάση):
- μέσα του υπάρχουν και οι αφορμήσεις για ένα νέο ξεκίνημα (Papanoutsos) |
- για την πορεία αυτή είχε σημαντικές αφορμήσεις από τον Πλάτωνα κι ας τους έδωσε νέο περιεχόμενο (Tatakis)
[fr kath (neol) αφόρμησις, cpd w. (Vettius Valens, schol. Ap. Rhod.) ¬ρμησις; cf ἐνόρμησις, ἐξόρμησις, ἐφόρμησις etc]
- starting point, base, basis (near-syn αφετηρία, βάση):
- αφορμίζω [aformízo] aor αφόρμισα
- ① intr become inflamed, fester, rankle (syn κακοφορμίζω, near-syn L πυορροώ):
- το πόδι πλήγιασε και αφόρμισε (Palam) |
- ο A. έχει πυρετό, φαίνεται πως αφόρμισε η πληγή (KPolitis)
- ② trans cause (a wound) to fester (syn κακοφορμίζω):
- ~ την πληγή
[fr MG αφορμίζω 'fester', der of AG ἀφορμή 'cause (of illness)' (hence also postmed, MG (Crete) αφορμίζω 'become mad'; cf region. (Epir. Pelop) αφορμεύω 'fester' (der of αφορμή w. suff -εύω)]
- ① intr become inflamed, fester, rankle (syn κακοφορμίζω, near-syn L πυορροώ):
- αφόρμισμα [affirmizma] το,
- suppurating inflamation, fester, abscess (syn κακοφόρμισμα)
[der of αφορμίζω]
- αφορμισμένος, -η, -ο [aformizménos]
- inflamed, festering (syn κακοφορμισμένος):
- είναι δέντρα, που σάπισαν τα φύλλα απάνω τους και μοιάζουν από ψηλά με σπυριά αφορμισμένα (ChZalokostas)
[ppp of αφορμίζω; ModG (dial) αφορμισμένος 'sickly'; cf postmed (Crete) αφορμισμένος 'frenzied, mad']
- inflamed, festering (syn κακοφορμισμένος):
- αφορμώμαι [aformόme] αφορμάται, aor αφορμήθηκα (subj αφορμηθώ), (L)
- ① use as a starting-point or basis (for an activity, discussion etc), make a start fr, proceed fr (syn ξεκινώ, ορμώμαι, near-syn βασίζομαι):
- η επισκόπηση .. αφορμάται από το υλικό το θησαυρισμένο στην πλούσια εικονογράφηση του μηνολογίου (Pallas) |
- οι διαφορές των θεολογικών απόψεων .. αφορμώνται σχεδόν πάντοτε από κάποιο χωρίο των Γραφών (Tatakis) |
- από μια κοινωνική μορφή αφορμήθηκε η φιλοσοφική σκέψη στην πορεία της προς την αντικειμενικότητα (id.) |
- θα αφορμηθεί από τα δεδομένα .. του πρακτικού λόγου, για να προχωρήσει στην επεξεργασία του αυτού προβλήματος (Georgoulis)
- ② originate in, go back to, start (syn αρχίζω 1, ξεκινώ):
- από την άτυχη εκστρατεία της Xίου αφορμάται η αποτυχία του (Angelou) |
- η κεφαλλονίτικη καντάδα .. αφορμάται βέβαια από το ιταλικό belcanto (Theodoratos)
[fr kath αφορμώμαι ← K, AG, mi of ἀφορμῶ, cpd w. pref ἀφ- & ὁρμῶ]
- ① use as a starting-point or basis (for an activity, discussion etc), make a start fr, proceed fr (syn ξεκινώ, ορμώμαι, near-syn βασίζομαι):
- αφορμώμενος, -η, -ο [aformόmenos] (L)
- using as a starting-point or basis, starting fr, proceeding fr (syn ξεκινώντας, ορμώμενος):
- η έρευνα .. θέτει ως σκοπό της .. να εξηγήσει το σύνολο της δεδομένης πραγματικότητος αφορμώμενη από υποκειμενικές πηγές (Georgoulis)
[fr kath αφορμώμενος, prp of αφορμώμαι]
- using as a starting-point or basis, starting fr, proceeding fr (syn ξεκινώντας, ορμώμενος):



