Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 137 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιοξύ [andioksí] το, (L) chem
- antacid
[fr kath, cpd w. οξύ]
- αντιορθόδοξος, -η, -ο [andiorθó∂oksos] (L)
- being against Orthodoxy:
- το έργο είναι ανθελληνικό και αντιορθόδοξο γιατί η εξιστόρηση γίνεται από τη σκοπιά των Φράγκων (LPolitis)
[cpd w. ορθόδοξος]
- being against Orthodoxy:
- αντιπρόξενος [andipróksenos] ο, (L)
- vice-consul
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπρόξενος, cpd w. πρόξενος]
- αντιτοξικός, -ή, -ό [anditoksikós] (L) biol
- counteracting toxins, antitoxic:
- η αντιτοξική ικανότητα του αίματος
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιτοξικός, cpd w. τοξικός]
- counteracting toxins, antitoxic:
- αντιτοξίνη [anditoksíni] η, (L) biol
- antitoxin:
- οι αντιτοξίνες, τα αντισώματα και άλλες αμυντικές ουσίες του οργανισμού
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιτοξίνη ← ISV antitoxin]
- antitoxin:
- απαισιόδοξα [apesió∂oksa] adv (L)
- pessimistically (syn phr με απαισιοδοξία, ant αισιόδοξα):
- όταν λέω ότι όλα είναι χίμαιρα δεν σκέφτομαι ~, δεν πρεσβεύω την απελπισία (Ouranis) |
- ο ποιητής ~ βλέπει τη ζωή σαν πτώση και κάθε προσπάθεια για την ανασύνθεσή της μάταιη (Spandonidis)
[der of απαισιόδοξος]
- pessimistically (syn phr με απαισιοδοξία, ant αισιόδοξα):
- απαισιοδοξία [apesio∂oksía] η, (L)
- pessimism (syn πεσιμισμός, ant αισιοδοξία):
- άκρα, λίγη, μεγάλη ~ |
- τον κυρίεψε η ~ |
- η ημέρα πλησίαζε, ο πυρετός των υποψηφίων μεγάλωνε κι ο P., με τη συνηθισμένη του ~, απελπίστηκε για την επιτυχία του (Xenop)
- ⓐ gloomy mood:
- σήμερα σ' έπιασαν οι απαισιοδοξίες σου και τα βλέπεις όλα μαύρα (Tachtsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιοδοξία, der of kath απαισιόδοξος]
- pessimism (syn πεσιμισμός, ant αισιοδοξία):
- απαισιόδοξος1 [apesió∂oksos] ο, (L)
- pessimist (syn πεσιμιστής, ant αισιόδοξος 2):
- κάπου έπρεπε να ξεσπάσουν οι πικραμένοι και οι φοβισμένοι και οι απαισιόδοξοι που συναχτήκανε στο Άργος και τα 'χουνε χαμένα (Petsalis)
[substantiv. m of απαισιόδοξος2]
- pessimist (syn πεσιμιστής, ant αισιόδοξος 2):
- απαισιόδοξος2, -η, -ο [apesió∂oksos] (L)
- ① pessimistic (ant αισιόδοξος 1):
- ~ άνθρωπος |
- απαισιόδοξη άποψη, πείρα, φύση |
- απαισιόδοξο μήνυμα |
- η απαισιόδοξη στάση του συγγραφέα αντίκρυ στη ζωή |
- ο K. είναι ~ ως προς το μέλλον του κράτους |
- η θρησκεία τους είναι λιγότερο απαισιόδοξη στην κοσμοθεωρία της (Evelpidis, adapted)
- ⓐ related to the philosophical doctrine of pessimism, pessimist:
- ~ φιλόσοφος |
- απαισιόδοξη φιλοσοφική σχολή |
- είχε γυρίσει στην Kέρκυρα βαθιά επηρεασμένος από τ' απαισιόδοξα θεωρήματα του Σοπενχάουερ (Melas)
- ② uncheerful, gloomy:
- απαισιόδοξη διάθεση, εικόνα |
- απαισιόδοξα γράμματα |
- απαισιόδοξες προβλέψεις των ειδικών για τις οικονομικές εξελίξεις |
- το Παρίσι είναι σήμερα η αποσταμένη, απαισιόδοξη μητρόπολη μιας Eυρώπης που τη νιώθω, σε κάθε μου βήμα, βαριά λαβωμένη (Theotokas)
[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιόδοξος]
- ① pessimistic (ant αισιόδοξος 1):
- απαισιοδοξώ [apesio∂oksó] απαισιοδοξείς, ipf απαισιοδοξούσα (L)
- be pessimistic (ant αισιοδοξώ):
- είναι πάντοτε χαρούμενος και ποτέ δεν απαισιοδοξεί
[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιοδοξώ, der of kath απαισιόδοξος]
- be pessimistic (ant αισιοδοξώ):



