Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1.209 εγγραφές [1171 - 1180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοσυστήνομαι [aftosistínome] (& αυτοσυστένομαι) ipf αυτοσυστηνόμουν, aor αυτοσυστήθηκα (subj αυτοσυστηθώ)
- introduce or present o.s. (syn αυτοπαρουσιάζομαι):
- αυτοδημιούργητος, καθώς κολακευόταν ν' αυτοσυστήνεται, είχε έρθει απ' το χωριό του μ' ένα χαρτί της τρίτης δημοτικού (KStergiop) |
- άκουε γύρω του να αυτοσυστένονται και χαμογελούσε σφίγγοντας τα χέρια (TAthanasiadis) |
- με την [επιστολή], αφού αυτοσυστηνόταν, του εξέφραζε το θαυμασμό και την αφοσίωσή του (Vacalop) |
- 'είμαι ο φύλακας', αυτοσυστήθηκε (Gialourakis)
[cpd w. συστήνομαι/συστήνω]
- introduce or present o.s. (syn αυτοπαρουσιάζομαι):
- αυτοταπεινώνομαι [aftotapinόnome] aor subj αυτοταπεινωθώ, (L)
- humble or humiliate o.s.:
- είναι πολύ φυσικό ν' αποθαρρύνεται, ν' αυτοταπεινώνεται και να μηδενίζεται (Panagiotop) |
- όσοι θέλουν κάτι να κάμουν κατά το πέρασμά τους από τη ζωή αυτή, αντί να αυτοταπεινωθούν, αυτοϋψώνονται (Palaiologos)
[cpd w. ταπεινώνομαι]
- humble or humiliate o.s.:
- αυτοτομία [aftotomía] η, (L) biol
- voluntary or instinctive separation of a limb fr the body, autonomy (near-syn αυτοακρωτηριασμός):
- ο κάβουρας θέλει να κόψει το πιασμένο ποδάρι του .. και κάνει συστολή των μυών κι έτσι το ποδάρι κόβεται· είναι αυτό που λένε ~ (Segditsas)
[fr kath (neol) αυτοτομία, cpd w. combin form -τομία; cf ByzG τομία, ανατομία, αρτηριο-, ριζο-, φλεβοτομία etc]
- voluntary or instinctive separation of a limb fr the body, autonomy (near-syn αυτοακρωτηριασμός):
- αυτοτραυματίζομαι [aftotravmatízome] (L)
- wound o.s. (on purpose)
[fr kath (neol) αυτοτραυματίζομαι, cpd w. τραυματίζομαι]
- αυτοϋποβάλλομαι [aftoipoválome] (L)
- ① submit or subject o.s.:
- πρέπει .. να αυτοϋποβάλλονται οι πολίτες σε κόσμια συμπεριφορά (Despotop)
- ② be prone or subject o.s. to autosuggestion (syn αυθυποβάλλομαι):
- το λέει πρώτα δειλά στον εαυτό του και σιγά σιγά το πιστεύει· αυτοϋποβάλλεται (Thrylos) [fr kath (neol) αυτοϋποβάλλομαι, cpd w. υποβάλλομαι]. Cf αυθυποβάλλομαι.
- ① submit or subject o.s.:
- αυτοφυόμενος, -η, -ο [aftofiόmenos] (L) = αυτοφυής 1
- :
- αναφέρει κατά αλφαβητική σειρά μερικά από τα 1700 τόσα αυτοφυόμενα φυτά της Kύπρου (Floros)
- [fr kath αυτοφυόμενος, prp of kath (Koumanoudis
[1890]): αυτοφύεται φυτόν]
- αυτοχειριάζομαι [afto iriázome] aor αυτοχειριάστηκα (& αυτοχειριάσθηκα, subj αυτοχειριαστώ & αυτοχειριασθώ), (L)
- kill o.s., commit suicide (syn αυτοκτονώ):
- σου θύμιζε το Bρούτο, καθώς αυτοχειριάζεται στη σκηνή του (Panagiotop) |
- ο Pήγας αυτοχειριάστηκε· είναι βαριά λαβωμένος· χαροπαλεύει (Petsalis) |
- έσπευσε .. να αυτοχειριασθεί αδιαφορώντας για την τύχη του λαού της (Roussos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1845 etc]) αυτοχειριάζομαι, der of αυτοχειρία; cf αυτοεγκωμιάζομαι, αυτοθυσιάζομαι]
- kill o.s., commit suicide (syn αυτοκτονώ):
- αυτοχειριαζόμενος, -η, -ο [afto iriazόmenos] (L)
- killing oneself, suicide (syn αυτοκτόνος):
- πρόκειται περί αυτοχειρίας και η θέση της εκκλησίας είναι γνωστή αναφορικά με τους αυτοχειριαζομένους
[fr kath ο αυτοχειριαζόμενος, substantiv. m of prp of αυτοχειριάζομαι]
- killing oneself, suicide (syn αυτοκτόνος):
- αφαιμαξομετάγγιση [afemaksometáŋɟisi] η, (L) med
- exsanguination and transfusion, exchange transfusion, total transfusion
[fr kath (neol) αφαιμαξομετάγγισις, cpd of αφαίμαξις & μετάγγισις]
- αφαλόκομμα [afalόkoma] το,
- ① cutting off of the umbilical cord, omphalotomy (syn αφαλοκοπιά, αφαλοκόψιμο, L ομφαλοτομία)
- ② gastric pain, bellyache (syn κοιλόπονος):
- poem τι άλλος γιατρεύει το ~, τη γούσα, τη μελένια (Kazantz Od 5.435)
[der of αφαλοκόβω]



