Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 494 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριβόλογα [akrivóloγa] (& ακριβολόγα) adv
- w. precise expression, precisely, meticulously (syn ακριβολογημένα, ακριβολογικά):
- ο Pισπαίν είναι ποιητής λουκρητιακός, ακόμα πιο ~ είναι μαθητής και μιμητής στην εντέλεια του Oυγκώ (Palam) |
- πρέπει να ευρύνωμε την έννοια "μορφή" και πιο ακριβολόγα να μιλάμε για "αισθητική μορφή" (Tsatsos)
[der of ακριβολόγος]
- w. precise expression, precisely, meticulously (syn ακριβολογημένα, ακριβολογικά):
- ακριβολογημένα [akrivoloyiména] adv = ακροβόλογα
- :
- (τα αγόρια) γράφουν στρωτά και ~
[fr MG ακριβολογημένα, der of ακριβολογημένος]
- ακριβολογημένος, -η, -ο [akrivoloyiménos]
- precise, in precise expression, expressed accurately (syn ακριβολογικός):
- ακριβολογημένη διατύπωση, έκφραση |
- ακριβολογημένη τεκμηρίωση |
- ακριβολογημένο ύφος, ακριβολογημένο μελέτημα |
- ακριβολογημένη εργασία |
- ακριβολογημένες, λεπτολογημένες περιγραφές |
- φυτά περιγράφονται με ακριβολογημένη γνώση |
- η φιλοσοφία, λέγει ο Xούσερλ, είναι ακριβολογημένη επιστήμη (Tatakis) |
- πραγματικότητες μελετημένες, ακριβολογημένες και ανυψωμένες σε μια θελκτική αρμονία (Papantoniou) |
- ώσπου να μπορέση (η γλώσσα) να δώση μορφή σ' ένα στοχασμό τόσο πυκνό και ακριβολογημένο (Kakridis) |
- του άρεσαν οι ακριβολογημένοι κοινωνιολογικοί χαρακτηρισμοί (Terzakis) |
- αν η ακριβολογημένη και πλήρης σύλληψη του είναι αποτελεί την αλήθεια, η σύλληψη του "δεόντος" ξεπερνά την έννοια της αλήθειας (Tatakis) |
- οι αιρετικοί, λέγει ο Λεόντιος, δεν έκαμαν τον κόπο ... να θεμελιώσουν με τρόπο ακριβολογημένο, σαφή, αδιαφιλονίκητο, πάντα τον ίδιο, το νόημα των θεμελιωδών όρων που χρησιμοποιούν (id.)
[ppp of ακριβολογώ]
- precise, in precise expression, expressed accurately (syn ακριβολογικός):
- ακριβολογία [akrivoloyía] η,
- precise expression, punctiliousness in speech, systematic work, investigation (syn ακρίβεια στη διατύπωση, ακρίβεια λόγου [s. ακρίβεια2], ant αοριστολογία):
- η ~ οδηγεί στη συνεννόηση |
- αυστηρή ~ |
- η ~ είναι απαραίτητη στην επιστήμη |
- (ο μαθητής τότε) ευστοχεί με την ~ και την ορθοέπεια, με τη λιτότητα και την οικονομία των εκφραστικών μέσων (Papageorgiou) |
- η μετάφραση έχει την ~ του πρωτοτύπου |
- κρατά με ~ το πρωτόκολλο |
- ο δεκαπεντασύλλαβος, ο ενδεκασύλλαβος ντύνονται ... κλασικίζουσα και σχεδόν συντηρητική ~ παρ' όλο τους το έντεχνο (Palam) |
- μόλις αρχίζουν να καταστρώνωνται οι λέξεις, αρχίζει και το ψέμα ..., όταν απουσιάζη η άγρυπνη προσπάθεια της ακριβολογίας (Melas) |
- ~ |
- πουθενά δε μιλεί με την ~ τη σχολαστική και τη σχολαστικά υπομνηματισμένη της επιστήμης (Panagiotop) |
- λαγαρή δημοτική, υψωμένη στη δύναμη του θεωρητικού στοχασμού, με θαυμαστή άνεση, επάρκεια, σαφήνεια, ευλυγισία, ~ και πλούτο (Tatakis)
- ⓐ exactitude, precision (in painting):
- ανέβασεν απάνω στο ναό της Λαύρας την ~ των κρητικών εικόνων, έτσι ώστε αμέσως μας χτυπά η καθαρή του, η ακριβολογημένη εργασία (sc των συνθέσεών του) (Papantoniou)
[fr PatrG (4th c.), K (pap, 6th c.) ἀκριβολογία; der of ἀκριβολόγος]
- precise expression, punctiliousness in speech, systematic work, investigation (syn ακρίβεια στη διατύπωση, ακρίβεια λόγου [s. ακρίβεια2], ant αοριστολογία):
- ακριβολογικά [akrivoloyiká] adv
- w. precise expression (syn με ακριβολεξία, με ακριβολογία, ακριβολογημένα):
- ο λόγος του πρέπει ... να είναι λιτός και σύντομος, ~ διατυπωμένος και λογικά διαρθρωμένος (Papageorgiou)
[der of ακριβολογικός]
- w. precise expression (syn με ακριβολεξία, με ακριβολογία, ακριβολογημένα):
- ακριβολογικός, -ή, -ό [akrivoloyikós]
- ① precise, couched in precise expression (syn ακριβολόγος):
- ακριβολογική διατύπωση |
- ακριβολογική εξειδίκευση |
- μπορούμε τώρα να επιχειρήσωμε ... έναν ακριβολογικό καθορισμό του περιεχομένου της πραγματολογικής ερμηνείας (Papageorgiou) |
- τα μη καθαρώς λογοτεχνικά τεμάχια πρέπει να είναι σαφή, με ακριβολογικό, φωτεινό, υποδειγματικό λόγο (id.) |
- θα θέλαμε μια ακόμη πιο ακριβολογική εννοιολογία στην περίπτωση μερικών εννοιών, όπως η έννοια συνείδηση, που άλλοτε λαμβάνεται με ευρύτερο, άλλοτε με στενότερο περιεχόμενο (Platis)
- ② meticulous, punctilious (syn ακριβολόγος 1):
- για να είμαστε ακριβολογικοί πρέπει να σημειώσωμε ότι κλ (Georgoulis)
[der of ακριβολόγος]
- ① precise, couched in precise expression (syn ακριβολόγος):
- ακριβολόγος, -α (& L -ος), -ο [akrivolóγos]
- ① considering, examining, or stating thoughts and facts w. utmost precision, punctilious, meticulous (ant αοριστολόγος):
- επιστήμων (αναγνώστης) ~ |
- είναι ~ και λεπτολόγος (Palam) |
- (η πόρτα της πραγματικότητας) είχε ανοιχτή φαρδιά πλατιά στο ακριβολόγο του μάτι (Papantoniou) |
- για να είμαι ~ to be more precise (in my account) |
- (ο Legrand) είναι ~ και επικρίνει τη μέθοδο, τις ανακρίβειες και τα αβλεπτήματα των προγενεστέρων του Eλλήνων ιστορικών της νεοελληνικής φιλολογίας (Vacalop)
- ② precise, exact (ant αόριστος, ασαφής):
- ακριβολόγο ύφος |
- ακριβολόγες λεπτομέρειες |
- περιμένετε ακριβολόγο απάντηση; (Palaiologos) |
- όταν η σκέψη έχη διαύγεια, είναι και η έκφραση ~ (Tsatsos) |
- χρειάζεται ένα γλωσσικό όργανο πλούσιο σε αποχρώσεις, ακριβολόγο, δροσερό, κάτι σπάνιο στη λογοτεχνία μας (id.) |
- γράφει κείμενα πολύ πιο δυνατά κι ακριβολόγα σε αποχρώσεις περιγραφών κ' εννοιών (Christidis) |
- ο άλλος τρόπος έρευνας είναι για την ιστορική κριτική περισσότερο ~ (Chourmouzios)
[fr K ἀκριβολόγος 'precise in argument' (3rd c. BC)]
- ① considering, examining, or stating thoughts and facts w. utmost precision, punctilious, meticulous (ant αοριστολόγος):
- ακριβόλογος, -η, -ο [akrivóloγos]
- ① whose words are thought out, measured, and few, deliberate (syn ακριβομίλητος, ολιγόλογος)
- ② precise, minute, meticulous (syn ακριβολόγος 2):
- ακριβόλογο ύφος |
- ακριβόλογη αφήγηση |
- τη θεματικά ακριβόλογη παράσταση έχουμε στη διακόσμηση μιας σίτουλας (Bakalakis) |
- τα έργα τους έχουν ... διατύπωση πυκνή και ακριβόλογη (Tatakis) |
- είναι ... το πυκνό και ακριβόλογο λεκτικό ύφος (Papanoutsos) |
- μια μελέτη ενδελεχέστερη ... θα με βοηθούσε να δώσω ... διατυπώσεις πιο ακριβόλογες με μεγαλύτερη τάξη (Tsatsos) |
- το λογικό του καταπιάνεται ... με ψυχολογικές παρατηρήσεις ακριβόλογες και περιττές (KPolitis)
[fr ακριβολόγος w. shifted accent after syn ολιγόλογος]
- ακριβολογώ [akrivoloγó] ακριβολογείς, aor ακριβολόγησα
- speak, express, state accurately, precisely, lucidly (ant εκφράζομαι ασαφώς, αοριστολογώ):
- θέλομε ν' ακριβολογούμε |
- οι φιλοσοφούντες ακριβολογούν |
- για ν' ακριβολογήσω, η κατοπινή πείρα επαλήθεψε εκείνο που μάντευε η γυναικεία μου διαίσθηση (Karagatsis) |
- δεν ακριβολογείτε, όταν υποστηρίζετε ότι η μια ομορφιά πρέπει να αντικαταστήση μιαν άλλη (Tsatsos) |
- (τα σχέδια) ακριβολογούσαν αντιγράφοντας ένα τοπίο, δηλαδή "κάναν ιστορία" (Karantonis) |
- η απόδοση των όρων αυτών με το "αλαζονεία" και με το "φθόνος" δεν ακριβολογεί (Kakridis transl of Nilsson)
- ⓐ examine minutely, in detail
[fr MG ακριβολογώ (also κριβολογώ) ← K (so mi ἀκριβολογοῦμαι (pap) ← AG]
- speak, express, state accurately, precisely, lucidly (ant εκφράζομαι ασαφώς, αοριστολογώ):
- ακριδολόγος [akri∂olóγos] ο, orn = ακριδοθήρας (q.v.)
[der w. suff -λόγος 'gatherer']



