Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1.237 εγγραφές [1101 - 1110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατομιστικός, -ή, -ό [atomistikós] (L)
- ① characterized by or favoring individuality, assertively independent, individualistic (syn ατομικιστικός 2):
- ανταρσία του ατομιστικού αυτεξουσίου κατά του κοινωνιοκρατικού καταναγκασμού (Palam) |
- διαμορφώθηκε μια οικονομική και κοινωνική τάξη, που πήρε ατομιστική μορφή, όπως μπορούσε να πάρει και μαζικότερη (Kasimatis)
- ⓐ concerned w. or centered on individuals, individualistic (syn ατομικιστικός 2b):
- ατομιστική ηθική, παιδεία |
- η τεχνική .. έρχεται σε σύγκρουση με την ατομιστική ελληνορωμαϊκή αντίληψη (Evelpidis) |
- σε μια εποχή που δοξολογούσε το ατομιστικό πνεύμα .. το άτομο βρέθηκε πάνω από το έθνος, πάνω από το σύνολο (Sachinis)
- ② self-centered, selfish, egotistical (syn in ατομικιστικός 1):
- άλλο ένα αγκωνάρι της πίστης θα ήταν ο εγωισμός, με την ατομιστική προσπάθεια για την καλυτέρεψη της ζωής του καθενός (IDragoumis, adapted)
- ③ philos of or pertaining to atomism, atomistic:
- συνειδητά όμως μηχανιστής είναι ο Δημόκριτος με την ατομιστική του ερμηνεία της ψυχής (Theodoridis) |
- σοφοί διάσημοι .. θεώρησαν την ατομιστική θεωρία του [Δημόκριτου] ως αντίθετη προς τη λογική (ChZalokostas)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομιστικός, der of ατομιστής w. suff -ικός]
- ① characterized by or favoring individuality, assertively independent, individualistic (syn ατομικιστικός 2):
- ατόνιστος, -η, -ο [atόnistos] (L) lang
- on which the accent has not been marked (syn άτονος 4b, ant τονισμένος):
- ατόνιστη λέξη
[fr kath (neol) ατόνιστος, cpd w. *τονιστός (: τονίζω)]
- on which the accent has not been marked (syn άτονος 4b, ant τονισμένος):
- ατορνάριστος, -η, -ο [atornáristos] art, industry
- not turned or shaped on a lathe (syn ατόρνευτος 1, ant τορναρισμένος, τορναριστός, τορνευτός):
- ατορνάριστο ξύλο
[cpd w. τορναριστός]
- not turned or shaped on a lathe (syn ατόρνευτος 1, ant τορναρισμένος, τορναριστός, τορνευτός):
- ατουφέκιστος, -η, -ο [atufécistos] (& αντουφέκιστος & region. αντουφέκιγος)
- ① not shot at w. a rifle (ant τουφεκισμένος & ντουφεκισμένος):
- ~ λαγός |
- θα μπούνε οι Τούρκοι αντουφέκιγοι και θα δώσουμε λόγον δι' αυτό εις τον θεόν και στους ανθρώπους (Makryg)
- ② hard to shoot:
- ατουφέκιστες πέρδικες
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατουφέκιστος, cpd w. *τουφεκιστός (: τουφεκίζω)]
- ① not shot at w. a rifle (ant τουφεκισμένος & ντουφεκισμένος):
- ατραγούδιστα [atraγú∂ista] adv (& ατραγούδητα)
- not in a singing manner, without singing (ant τραγουδιστά):
- γιατί μαθές η Αγνή τού είχε αραδιάσει τους στίχους της ~; (Psichari)
[der of ατραγούδιστος]
- not in a singing manner, without singing (ant τραγουδιστά):
- ατραγούδιστος, -η, -ο [atraγú∂istos] (& ατραγούδητος)
- ① which has not been sung, unsung (ant τραγουδισμένος):
- poem ω εσύ, σκοπέ ατραγούδιστε, που πριν σε κελαϊδήσω, | από τα σπάργανα γυρνάς στα σάβανά σου πίσω (Gryparis) |
- ας ήταν κάθε φορά | να τραγουδούσαμε | το ατραγούδιστο τραγούδι (Xydis)
- ⓐ which has not been or cannot be rendered in song (near-syn αμελοποίητος):
- ατραγούδιστοι στίχοι |
- poem .. με κάτι πιο βαθύ τη δένεις την ψυχή μου, | εσύ ατραγούδιστη κι εσύ αζωγράφιστη πνοή (Palam)
- ② not sung at (or for):
- ~ γάμος |
- ατραγούδιστo γλέντι |
- εσήκωσε το χωριό στο ποδάρι με τα γλέντια του, .. δεν άφησε καλντερίμι για καλντερίμι ατραγούδιστο (Stamatiou)
- ③ not celebrated in song, unsung, unpraised (near-syn απαίνευτος, ant εξυμνημένος, τραγουδισμένος, υμνημένος):
- ~ ήρωας |
- ατραγούδιστη επανάσταση |
- ατραγούδιστο έπος |
- κανένα ιστορικό γεγονός, που γίνεται βίωμα της λαϊκής ψυχής, δεν μένει εδώ άμυθο και ατραγούδιστο (Theodorakop)
[cpd w. τραγουδιστός]
- ① which has not been sung, unsung (ant τραγουδισμένος):
- ατρακάριστος, -η, -ο [atrakáristos]
- not crashed (ant τρακαρισμένος):
- ατρακάριστο αυτοκίνητο
[cpd w. *τρακαριστός (: τρακάρω)]
- not crashed (ant τρακαρισμένος):
- ατρατάριστα [atratárista] adv
- without having been treated to food or drink (as a sign of hospitality, compliment etc):
- δεν θα σας αφήσουμε να φύγετε ~
[der of ατρατάριστος]
- without having been treated to food or drink (as a sign of hospitality, compliment etc):
- ατρατάριστος, -η, -ο [atratáristos]
- not treated to food or drink (as a sign of hospitality, compliment etc) (syn ακέραστος 1, αφίλευτος):
- άφησε τον επισκέπτη ατρατάριστο |
- έφυγε ~
[cpd w. *τραταριστός (: τρατάρω)]
- not treated to food or drink (as a sign of hospitality, compliment etc) (syn ακέραστος 1, αφίλευτος):
- ατραυμάτιστος, -η, -ο [atravmátistos] (L)
- unwounded (syn αλάβωτος 1, απλήγωτος)
[fr kath ατραυμάτιστος ← K 'not caused by a wound']



