Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 68 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεύρωμα [alévroma] το,
- dredging, powdering, or sprinkling w. flour, flouring (syn πασπάλισμα με αλεύρι)
[der of αλευρώνω]
- αλευρωμένος, -η, -ο [alevroménos]
- ① coated, powdered or sprinkled w. flour or dust, floured, dusty (syn πασπαλισμένος με αλεύρι or σκόνη):
- τηγανίζουν τα ψάρια αλευρωμένα |
- ήρθε στο σπίτι ~ σα μυλωνάς |
- poem όποιος στο μύλο μπαίνει, ~ πάντα βγαίνει (Kontogiannis) |
- γνωρίζει η γάτα τον ποντικό κι ας είν' κι ~ (Loukatos, Kontogiannis) |
- εσκούπισε το αλευρωμένο το πρόσωπό του με το μαντήλι (SPasagiannis) |
- πρόσεχε, του λέγαμε· έτσι που γυρίζεις ~ στη μάνα σου, μην κάνη λάθος καμιά φορά και σε τηγανίση! (Panagiotop) |
- οδεύαμε αργά ... με τα ρούχα και το πρόσωπο αλευρωμένα από τη σκόνη (Ouranis)
- ② heavily powdered (syn πασπαλισμένος με πούδρα, πολύ πουδραρισμένος):
- ένας παλιάτσος ~ |
- είναι αλευρωμένη σα μασκαράς |
- κάποιες αλευρωμένες ομορφιές (i.e. όμορφα θηλυκά), νυχτοπούλια σ' αναζήτηση κυνηγού (Melas) |
- ένας παχουλός κλόουν φρεσκοξυρισμένος κι ~ κρατούσε από το κεφάλι μια χάρτινη φιγούρα κοπέλας (Kazantz) |
- μια γυναικούλα ... με τη μύτη αλευρωμένη από την πούδρα (Terzakis)
- ③ floury, farinaceous (syn αλευρώδης):
- αλευρωμένη σάλτσα
- ⓐ friable, crumbly (syn L εύθρυπτος σαν αλεύρι):
- αλευρωμένοι κουραμπιέδες, αλευρωμένα μακαρόνια
- ④ fig superficially, inadequately educated, poorly trained (syn πασαλειμμένος):
- ~ με λίγα λατινικά |
- πήγε λίγους μήνες στην Eυρώπη και γύρισε ~
[ppp of αλευρώνω]
- ① coated, powdered or sprinkled w. flour or dust, floured, dusty (syn πασπαλισμένος με αλεύρι or σκόνη):
- αλευρώνω [alevróno] aor αλεύρωσα, mediop αλευρώνομαι, aor αλευρώθηκα, ppp αλευρωμένος
- ① coat, sprinkle, dredge w. flour, flour (syn πασπαλίζω με αλεύρι):
- αλεύρωσε το ψάρι και βάλ' το στο τηγάνι |
- αλευρώνει τους κεφτέδες για τηγάνισμα |
- gnom όποιος πάει στο μύλο θ' αλευρωθή any (bad) association necessarily brings (adverse) results
- ② cover w. powder, to powder (syn πασπαλίζω με πολλή πούδρα, πουδράρω υπερβολικά):
- δε ντρέπεται γριά γυναίκα ν' αλευρώνεται σα μασκαράς
- ③ give scanty, slight, superficial, poor education or training (syn εκπαιδεύω επιπόλαια, μορφώνω επιφανειακά, πασαλείφω):
- το φροντιστήριο or ο προγυμναστής τ' αλευρώνει τα παιδιά δυο-τρεις μήνες για τις εισαγωγικές εξετάσεις |
- πήγε έξι μήνες στην Eυρώπη κι αλευρώθηκε
[fr MG *αλευρώνω (Ger. Vlachos, 1659) ← K *ἀλευρῶ (-όω), der of K ἄλευρον]
- ① coat, sprinkle, dredge w. flour, flour (syn πασπαλίζω με αλεύρι):
- αμυλάλευρο [amilálevro] το,
- flour of any starchy substance (syn καταστατό, νισεστές)
[cpd of άμυλον & άλευρον]
- αμφίπλευρα [amfíplevra] adv
- bilaterally:
- την ειδίκευση στους κλάδους που προτιμούν την αφίνει για αργότερα· τώρα θέλει ~ και γενικά μορφωμένους ανθρώπους (Papanoutsos) |
- το έργο δίδει αφορμή σε συζητήσεις, διαλόγους, που φωτίζοντας ~ το θέμα, του δίνουν την τρίτη του διάσταση, το ζωντανεύουν (Dimaras)
[der of αμφίπλευρος]
- bilaterally:
- αμφίπλευρος, -η, -ο [amfíplevros] (L)
- bilateral, two-sided, in two directions (ant μονόπλευρος):
- αμφίπλευρη κίνηση |
- αμφίπλευρη αναρρόφηση double suction |
- στην αμφίπλευρη πολιτεία ψιλοβρέχει (Panagiotop) |
- εξετάζουν τα γεγονότα κατά τρόπο σφαιρικό και αμφίπλευρο (Tsirpanlis) |
- αμφίπλευρη κίνηση |
- μπαλκόνι με αμφίπλευρη θέα προς το βουνό και τον κάμπο (Vasileiadis) |
- ο νόμος της πολλαπλής και αμφίπλευρης αιτιότητας |
- υποθέτομε αμφίπλευρη την αιτιότητα που δένει τη θρησκεία με την οικονομία μέσα στην κίνηση της ιστορικής ζωής (Papanoutsos) |
- αμφίπλευρη εξάρτηση |
- ~ διακαθορισμός |
- μια αμφίπλευρη αναφορά, ένας διαλεκτικός επαμφοτερισμός |
- ανάμεσα στους δύο όρους του συστήματος την οικονομική από το ένα μέρος και τη ζωή του πνεύματος (στην πιο πλατιά του έννοια) από το άλλο, δέχονται όχι μονόπλευρο αλλά αμφίπλευρο τον αιτιασμό (Papanoutsos) |
- μια αμφίπλευρη αναφορά, ένας διαλεκτικός επαμφοτερισμός μπορεί να εκφράση με ακρίβεια το νόμο που διέπει το φαινόμενό μας (id.) |
- ο άνθρωπος ως κτίσμα του Θεού έχει προικισθή με αμφίπλευρη ελευθερία τόσο για το καλό, όσο και για το κακό (Georgoulis)
[fr K αμφίπλευρος (3rd -2nd c. BC)]
- bilateral, two-sided, in two directions (ant μονόπλευρος):
- αμφοτερόπλευρος, -η, -ο [amfoteróplevros] (L)
- bilateral, two-sided (ant μονόπλευρος):
- υπάρχει και μια πρωτοτυπία αλλιώτικη ... εξ αντικειμένου, μονόπλευρη, όχι αμφοτερόπλευρη (Panagiotop) |
- οι παιδευτικές απαιτήσεις είναι αμφοτερόπλευρες |
- από τη μια πλευρά πηγάζουν από την πολιτιστική δομή της εποχής και από την άλλη εκφράζουν το άτομο που συλλογίζεται (id.)
[neol, cpd w. πλευρά; cf K αμφίπλευρος, AG ετερόπλευρος]
- bilateral, two-sided (ant μονόπλευρος):
- ανατολικοευρωπαϊκός, -ή, -ό [anatolikoevropaikós]
- East European:
- ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες |
- (στην Aμερική) το ποσοστό των μεσημβρινών και των ανατολικοευρωπαϊκών στοιχείων, στο σύνολο των νέων μεταναστών, έγινε μεγάλη πλειοψηφία (Theotokas)
[fr kath (Koumanoudis) ανατολικοευρωπαϊκός]
- East European:
- ανεύρεση [anévresi] η, gen ανευρέσεως (L)
- ① finding (again), discovery, recovery (syn L εύρεση):
- ~ χαμένων πραγμάτων |
- ~ του τιμίου σταυρού discovery of the Holy Cross |
- ~ και συλλογή ελληνικών χειρογράφων |
- ~ αιχμαλώτων |
- γίνονται προσπάθειες για την ~ και άλλων επιζώντων |
- προκήρυξη αμοιβής για την ~ του σκυλιού |
- το μοναστήρι ιδρύθηκε ύστερα από την ~ της εικόνας της Παναγίας στο μέρος αυτό (Varelas) |
- δεν κατάφερα να μάθω τίποτε για το χρόνο της ανεύρεσης του αγάλματος (Bakalakis) |
- οι Eυρωπαίοι μελετητές ενδιαφέρονται για την ~ του ιερού της Δωδώνης (Dakaris) |
- δεν αποκλείεται η ~ και άλλων εγγράφων στο ίδιο αρχείο (Tsirpanlis)
- ② finding, discovery, invention (syn εφεύρεση, ανακάλυψη):
- ~ βωξίτη |
- ~ και εκμετάλλευση μεταλλούχων περιοχών |
- δράση για τον Kαζαντζάκη θα σήμαινε |
- ~ του Θεού (Prevelakis) |
- υπήρχε αχόρταγος πόθος για την ~ χρυσού (Ouranis) |
- ο άνθρωπος πρέπει να συνεργασθεί με τον συνάνθρωπό του για την ~ της αλήθειας (Theodorakop) |
- η κόλαση των ημερών που ζούμε γέννησε την ανάγκη της ανεύρεσης ενός αντίρροπου παράδεισου (Sachinis) |
- όλες του οι αγάπες δεν ήταν παρά ένα ψάξιμο ασύνειδο για την ~ της μόνης αληθινής αγάπης (Chourmouziadis)
- ⓐ invention, discovery (syn επινόηση):
- ~ των μέσων προωθήσεως της πολιτικής ενώσεως της Eυρώπης |
- ~ νέων εκφραστικών μέσων |
- συνομιλούν για την ~ τρόπων με τους οποίους θα ανευρεθούν αποθέματα βενζίνης
[fr kath ανεύρεσις ← K, AG]
- ① finding (again), discovery, recovery (syn L εύρεση):
- ανευρετηρίαστος, -η, -ο [anevretiríastos] (L)
- without an index, unindexed (ant ευρετηριασμένος):
- ανευρετηρίαστο βιβλίο |
- το περιοδικό είναι ανευρετηρίαστο |
- δεν είναι όλα τα τεύχη ανευρετηρίαστα
[neol (kath), cpd of pref αν- & *ευρετηριαστός (: ευρετηριάζω)]
- without an index, unindexed (ant ευρετηριασμένος):



