Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
170 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβιβλιογράφητος, -η, -ο [avivlioγráfitos]
- unrecorded or not excerpted bibliographically:
- αβιβλιογράφητη μελέτη, αβιβλιογράφητο έντυπο |
- ~ συγγραφέας writer whose works have not been recorded.
- unrecorded or not excerpted bibliographically:
- αγγειογραφία [aŋɟioγrafía] η,
- ① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
- τι γίνονται τα καλλιτεχνικά στοιχεία που έζησαν... μέσα... στην ~ των Eλλήνων; (Panagiotop)
- ② a vase painting:
- σε μια παλιά ~ παραστένεται ο Διόνυσος με το χορό των Σατύρων τριγύρω του (ELambridi) |
- οι ψυχές των πεθαμένων παριστάνονται σαν μικρά φτερωτά είδωλα σε πολλές αρχαίες αγγειογραφίες (KRomeos) |
- το σχέδιο..., οι... λεπτομέρειες, η πτύχωση ανακαλούν τις καλύτερες αγγειογραφίες του Eυφρονίου στα χρόνια του Kλεισθένους (SKarouzou)
- ③ med the study of the blood vessels of humans, angiography.
- ① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
- αγγειογράφος [aŋɟioγráfos] ο, η,
- vase painter, painter of pottery:
- σ' ένα γαμικό λέβητα... παράστησε ο ~ τα επαύλια, τη δεύτερη ημέρα του γάμου (SKarouzou) |
- εκτός από το κεφάλι με το μακρύ γένι του έδωσε και ανθρώπινα χέρια ο ~ (id.).
- vase painter, painter of pottery:
- αγγελοζωγραφιστός, -ή, -ό [aŋɟelozoγrafistós]
- having a painted angel's appearance, extremely beautiful (syn αγγελόμορφος, ωραιότατος):
- folks. κοπελιά μου πεταχτή κι αγγελοζωγραφιστή
[cpd w. ζωγραφιστός; cf late MG αγγελοζουγράφιστος]
- having a painted angel's appearance, extremely beautiful (syn αγγελόμορφος, ωραιότατος):
- αγγράφα s. αγκράφα.
- Αγία Γραφή [ayía γrafí] η, Christ relig
- Holy Scripture, Holy Writ, the Bible
[fr PatrG ἁγία γραφή]
- αγιογραφία [ayioγrafía] η,
- ① Christ art representation of sacred persons and events in painting, religious painting:
- αγιορείτικη ~ |
- η ~, τα κείμενα και η ψαλμωδία... είναι για τους αγιορείτες το θείο (Papantoniou)
- ② religious painting, holy picture, icon (syn ιερή εικόνα, εικόνισμα, αγιουλάκι):
- η εκκλησία σας έχει θαυμάσιες αγιογραφίες |
- η κόρη γύρισε προς το μέρος του, σα μια ωραία ~ (Xenop) |
- poem στου κελιού τ' άραχνα τζάμια | κλαίνε μυστικές αγιογραφίες (Melachrinos).
- ① Christ art representation of sacred persons and events in painting, religious painting:
- αγιογραφίζω [ayioγrafízo] region.
- represent in an icon, depict, paint
[der of αγιογράφος as ζωγραφίζω fr ζωγράφος]
- αγιογραφικός, -ή, -ό [ayioγrafikós]
- of icon painting:
- αγιογραφικό εργαστήρι |
- η αγιογραφική και ιστορική αξία της εικόνας |
- η Tσερνίτσεβα ως μνηστή ήταν εμφάνιση κρίνου μακρόμισχου αγιογραφικού (Melas) |
- ο πατήρ Γερόντιος από τους προϊσταμένους του αγιογραφικού οίκου... μάς περιμένει (Theotokas)
[der of αγιογράφος]
- of icon painting:
- αγιογράφισμα [ayioγráfizma] το, (art of)
- painting.