Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %απαλ%
79 εγγραφές [31 - 40]
απαλινός, -ή, -ό [apalinós] poet
  • soft, tender, gentle (syn απαλός):
    • απαλινή ψυχή |
    • poem όραμα εσύ, τραγουδιστή, κι όραμα τ' ακρογιάλια, | όραμα και τ' απαλινό, το ηλιόλουστο νησί (Myrtiotissa)

[der of απαλός; cf μακρινός (μακρός), αντικρινός (αντίκρυ) etc]

απάλιουρας s. πάλιουρας.
απάλιωτος, -η, -ο [apáljotos]
  • not worn out, still wearable (near-syn L άφθαρτος):
    • απάλιωτα παπούτσια, ρούχα |
    • δεν ζούμε μονάχα με τη σκέψη, αλλά βαθύτερα και περισσότερο με την καρδιά, για να μεταχειρισθώ τη λέξη την λαϊκή, την παλαιική, την πάντα απάλιωτη (Palam, adapted)

[fr MG, PatrG ἀπαλαίωτος]

απαλλαγέντας [apalayéndas] ο, (& kath απαλλαγείς) (L) milit
  • man exempted fr military duty (for family or health reasons):
    • παραπονιότανε πως είχε έξι δάχτυλα κ' έπρεπε να τον βγάλει ο γιατρός απαλλαγέντα (LAkritas) |
    • τον τίτλο του εφέδρου τον απόχτησε στα έμπεδα, ώσπου ν' απολυθεί ~ ως στενοθώρακας (Myriv)

[fr kath απαλλαγείς aor pp of απαλλάσσω]

απαλλαγή [apalayí] η, (L)
  • ① deliverance, liberation, escape (syn απελευθέρωση, λύτρωση, γλυτωμός):
    • ~ από ξένους στρατούς |
    • ~ από την παρουσία κάποιου |
    • χορός για την ~ από αρρώστια |
    • οι επαναστάσεις γίνονται είτε για ανάκτηση ελευθερίας από ξένους κατακτητές είτε για ~ από τυραννικές ολιγαρχίες (Ouranis)
  • ⓐ fig liberation, shaking off, riddance:
    • ~ από προλήψεις, κακές συνήθειες |
    • στη συλλογή ο Bιζυηνός επιχειρεί ένα καλό βήμα για την ~ του από το φαναριωτισμό (Melas) |
    • το θέατρο, με τα έργα αυτά όλα, βοηθεί στην ~ από τον ρομαντικό ιδανισμό (Dimaras) |
    • η ~ από το χάος και την αμετρία και η υποταγή στο μέτρο και το ρυθμό οδηγούν τον άνθρωπο στην ελευθερία (Andronikos)
  • ② release (fr duty etc):
    • ~ από βάρη, φροντίδες |
    • όλα τ' άλλα είναι μάταιες προσπάθειες απαλλαγής από την ομαδική ανθρώπινη ευθύνη (Panagiotop) |
    • δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη της επιτροπείας, εκτός αν η αίτηση απαλλαγής γίνει δεκτή από το δικαστήριο (Christidis AK)
  • ⓑ exemption, remission:
    • ~ δασμών, μερισμάτων |
    • ~ λόγω υγείας |
    • ~ από εξέταστρα remission of examination fees |
    • οι φορολογικές απαλλαγές υπέρ προνομιούχων κατηγοριών Eλλήνων πολιτών αποτελούν μια πληγή που πρέπει να λείψει (Christidis EΣ) |
    • άλλοι δωροδοκούσαν τους γιατρούς για να βγούνε άρρωστοι, .. άλλοι πλήρωσαν το βαρύ αντισήκωμα για να πάρουν ~ (Petsalis)
  • ③ exemption fr an obligation, immunity (near-syn ασυλία):
    • ~ από πολεμικές αποζημιώσεις |
    • ~ του διοικητικού συμβουλίου από κάθε ευθύνη και αποζημίωση
  • ⓒ exoneration, acquittal (syn αθώωση):
    • ~ από κατηγορίες |
    • η ~ του κατηγορουμένου ήταν δίκαιη

[fr kath απαλλαγή ← LMG ← K (also pap), AG]

απαλλαγμένος, -η, -ο [apalaγménos] (& kath απηλλαγμένος) (L)
  • ① liberated, freed, released (syn απελευθερωμένος 1):
    • ~ από τον υλικό κόσμο και την ανθρώπινη φύση |
    • απηλλαγμένος από τους περιορισμούς της λογικής |
    • πρέπει να αναζητήσομε νέα θεώρηση του καλλιτεχνικού αντικειμένου απαλλαγμένη από την παλαιά σχηματική κατασκευή (Georgoulis) |
    • συνέβαλε στη δημιουργία μιας σωστής παράδοσης για τη μελέτη της ελληνικής αστρονομίας απαλλαγμένης από την αστρολογία (Tatakis, adapted)
  • ② having shaken off, having got rid of, freed fr or of, relieved of (syn απελευθερωμένος 2):
    • σύμβολο απαλλαγμένο από τα πέπλα του μύθου |
    • σχέσεις απηλλαγμένες από προσωπικό χαρακτήρα |
    • θέαμα απαλλαγμένο από περισπασμούς |
    • θα μετατραπεί σε εμπορικό ίδρυμα απαλλαγμένο από τη γραφειοκρατική νοοτροπία |
    • το άγαλμα διατηρείται απαλλαγμένο από νεώτερες συμπληρώσεις |
    • δοκιμάστε το μετά το θαλάσσιο λουτρό και θα αισθανθείτε το σώμα σας απαλλαγμένο από το αλάτι |
    • ο Θεοτόκης ζωγράφισε την ελληνική επαρχία όπως την είδε, ~ από αυταπάτες (Sachinis) |
    • του θεάτρου έργο είναι να πλάσει μια ζωή απαλλαγμένη από το νεκρό βάρος πολλών στοιχείων αδιάφορων (Tsatsos)
  • ⓐ free of, untainted by, unblemished (syn ελεύθερος):
    • άνθρωπος ~ παθών |
    • αριστοτελισμός ~ από θεολογικό χρώμα |
    • αλήθεια απαλλαγμένη από κάθε παραμόρφωση |
    • έρευνα απαλλαγμένη από προκαταλήψεις |
    • συγκροτημένο σύνολο απαλλαγμένο από αντιφάσεις |
    • άτομα απαλλαγμένα από προλήψεις |
    • εξαιρετική προσωπικότητα απαλλαγμένη από τα ελαττώματα που προσιδιάζουν στους έλληνες ηγεμόνες (Floros) |
    • τα πιο άνετα χρόνια της ζωής μου, τα πιο απαλλαγμένα από κείνο το συνεχές άγχος που με συνείχε άλλοτε (Tachtsis, adapted) |
    • ο αγοραστής έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, απαλλαγμένο από το ελάττωμα (Christidis AK)
  • ⓑ devoid or empty of, lacking:
    • όντα απηλλαγμένα από υλικό βάρος (Georgoulis) |
    • δυναμισμός ~ από ρητορείες |
    • ποιήματα απαλλαγμένα από δάνεια στοιχεία |
    • ο Kαντ ήθελε να παρουσιάσει το νόμο του απαλλαγμένο από κάθε εμπειρικό περιεχόμενο (Kanellop) |
    • οι νεκροί παριστάνονται ολότελα απαλλαγμένοι από κάθε ατομικό χαρακτηριστικό (Bakalakis)
  • ③ exempted fr, exempt:
    • πολίτες απαλλαγμένοι από φόρους, από στρατιωτικές υποχρεώσεις |
    • προϊόντα απαλλαγμένα από δασμούς |
    • ο σουλτάνος παραχώρησε στους Δερβενοχωρίτες διάφορα προνόμια, να πληρώνουν δηλαδή ελάχιστους φόρους, να είναι απαλλαγμένοι από αγγαρείες κλ (Vacalop) |
    • καμιά επιστήμη δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι απαλλαγμένη από την ευθύνη και από τον φόρτο της βιβλιογραφίας (Dimaras)

[fr kath ppp απηλλαγμένος (: απαλλάσσω) ← AG]

απαλλάζω s. απαλλάσσω.
απαλλακτικός, -ή, -ό [apalaktikós] (& απαλλαχτικός) (L) law
  • exonerative, exonerating (syn αθωωτικός, ant ενοχοποιητικός, καταδικαστικός):
    • απαλλακτική κρίση, μαρτυρία |
    • απαλλακτικό πόρισμα |
    • το βούλευμα βγήκε απαλλακτικό |
    • σε άλλους καιρούς η απαλλακτική απόφαση του συμβουλίου δεν θα 'μενε χωρίς συνέπειες (Palaiologos)

[fr kath απαλλακτικός, s. απαλλάσσω 5; cf K, AG ἀπαλλακτικός 'fit for healing, curing']

απαλλασσόμενος, -η, -ο [apalasómenos] (L)
  • being freed fr, getting rid of:
    • λαός ~ από τον κατακτητή |
    • το περιεχόμενο του χρέους του είναι να θελήσει η υπόσταση να διακρίνει το τι ημπορεί να κάμει απαλλασσόμενη από την ανελευθερία και τη δέσμευση κλ (Georgoulis)

[fr kath απαλλασσόμενος, prpp of απαλλάσσω]

απαλλάσσω [apaláso] (& D απαλλάζω) aor απάλλαξα & απήλλαξα (subj απαλλάξω, imper απάλλαξε), mediop pr απαλλάσσομαι, ipf απαλλασσόμουν & απηλλασσόμουν, aor απαλλάχτηκα & απαλλάχθηκα (subj απαλλαχτώ, απαλλαχθώ, απαλλαγώ), pf έχω απαλλαγεί, είμαι απαλλαγμένος (or απηλλαγμένος)
  • ① liberate, free (syn απελευθερώνω):
    • τον ~ από περιορισμούς, καταπιέσεις |
    • τον ~ από την άγνοια, την πλάνη |
    • ~ τον τόπο από τα δεσμά της δουλείας |
    • η Aγροτική Tράπεζα απήλλαξε τον γεωργό από τον τοκογλύφο |
    • το γιούσουρι το είχε ντροπή πως νικήθηκε και πάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγεί (Karkavitsas) |
    • η καταφυγή στους ορεινούς όγκους απήλλασσε πρόσκαιρα μόνο τους φυγάδες από τον αβάσταχτο ζυγό (Vacalop) |
    • οι μικρασιατικές πόλεις ήταν απαλλαγμένες από την πειθαρχία και τις αυστηρές παραδόσεις της μητρόπολης (Evelpidis)
  • ② clear, free, rid s.o. or sth of sth:
    • ~ το έργο από προσθήκες, διακοσμητικά φορτώματα |
    • απαλλάσσει το λόγο της από φαντασία |
    • για να απαλλάξετε τις ντουλάπες σας από τη μυρουδιά σκορπίστε μερικές αρωματικές παστίλιες |
    • η έννοια της μορφής δεν ήταν απηλλαγμένη από νατουραλιστικά υπολείμματα (Georgoulis) |
    • νομίζω σκόπιμο ν' απαλλάξω τη θεωρία του "λογικού ποζιτιβισμού" από την πιο αδύνατη θέση της (Papanoutsos) |
    • | law απαίτησε αποζημίωση για όσα πληρώθηκαν για ν' απαλλαχτεί το πράμα από βάρη (Christidis AK)
  • ⓐ mi απαλλάσσομαι get rid of, shake off (syn ξεφορτώνομαι):
    • απαλλάσσομαι από έμμονες ιδέες, παλιές συνήθειες |
    • ήθελαν ν' απαλλαγούν από την παρουσία του |
    • προσπαθήσατε να απαλλαγείτε απ' το σύζυγό σας |
    • ο μορφωμένος λαός ήθελε ν' απαλλαχτεί από τους ξένους |
    • η ζωγραφική κατάφερε ν' απαλλαχτεί από τον αρχαϊσμό |
    • το μοναστήρι απαλλάχτηκε από ένα δαίμονα |
    • "καλά, καλά!", βιάστηκε κείνος ν' απαντήσει για να τον απαλλαγεί (Kranidiotis) |
    • νοιαζόμουνα πώς ν' απαλλαγώ απ' αυτό το επικίνδυνο χαρτί μα δεν έβρισκα στιγμή να μη με παρακολουθούν (ChZalokostas) |
    • δε μπορούμε ν' απαλλαγούμε από την ιστορία μας (Evelpidis) |
    • η εκκλησία σιγά σιγά απαλλάχθηκε από την εσχατολογία των πρώτων της πιστών (Theodorakop)
  • ③ save (s.o. fr sth), spare (s.o. sth) (syn γλυτώνω):
    • τον ~ από τον κόπο, σπατάλη χρόνου, ενοχλητικές φροντίδες |
    • απάλλαξέ με απ' αυτό το ταξίδι |
    • ο άνθρωπος απάλλαξε το σκυλί από τους κινδύνους της αναζήτησης τροφής |
    • πρέπει να τον απαλλάξουμε από κακές επιδράσεις |
    • θελήσαμε να σας απαλλάξουμε από μια δυσάρεστη σκηνή (Tsirkas) |
    • κάνετε ό,τι μπορείτε να με απαλλάξετε από αυτό το μαρτύριο που πρόκειται να περάσω (Stratou)
  • ⓑ relieve (s.o. of sth), alleviate (pain etc):
    • ο άρρωστος απαλλάχτηκε από τους πόνους |
    • ο θάνατος μας απαλλάσσει από λύπες, στεναχώριες, βάσανα κι αρρώστιες |
    • ο πόλεμος απάλλαξε τους πολιτικούς από τη δικτατορία |
    • κάθε φορά που γέρνεις επάνω στο ουρανικό αυτό κομμάτι, η μελέτη του δε σε απαλλάττει από μέρος του φορτίου που είναι η σάρκα μας; (Palam) |
    • σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι, μου την άρπαξαν {τη δασκάλα} από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος (Krystallis) |
    • οι ναζήδες είχαν κάμει γύρω τους συναγερμό καθαρμάτων, αλλά μας απάλλαξαν μόνοι από την παρουσία τους (ChZalokostas)
  • ④ free, release (syn αποδεσμεύω):
    • τον ~ από ευθύνη, υπόσχεση, υποχρέωση |
    • τον απάλλαξε από το πρόστιμο |
    • αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη, από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται κι ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή (Christidis AK) |
    • ο Πάπας δέχθηκε ν' απαλλάξει το ζεύγος από τους όρκους του μοναχικού βίου (Kanellop)
  • ⓒ grant exemption, exempt:
    • ~ από δασμούς |
    • τα έσοδα από τους λαχνούς απαλλάσσονται από το σχετικό φόρο |
    • υπήρχαν κατηγορίες χριστιανών ραγιάδων που έναντι ορισμένων υπηρεσιών στο οθωμανικό κράτος απαλλάσσονταν από τις αγγαρείες (Vacalop) |
    • απαλλάχτηκε από τη θητεία γιατί έχει δυο αδερφούς που υπηρέτησαν στο στρατό (Petsalis) |
    • καμιά δοξασία, οποιαδήποτε κι αν είναι η προέλευσή της, δεν απαλλάσσεται από τον έλεγχο (Papanoutsos)
  • ⑤ acquit, clear, exonerate (syn αθωώνω):
    • το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εφετείο τον απάλλαξαν |
    • ποιος σε απάλλαξε τότε από την κατηγορία για φόνο; (Stasinop) |
    • δεν υπάρχει καμιά διπλωματική ασυλία που να απαλλάσσει τους μη στρατιωτικούς υπευθύνους (Christidis) |
    • rembetiko song έλα πριν με δικάσουνε | κλάψε να μ' απαλλάξουνε (IPetrop)

[fr MG απαλλάσσω ← PatrG, K (also pap) ← AG ἀπαλλάσσω]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες