Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 22 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμαρτύρητος, -η, -ο [amartíritos]
- ① not witnessed to, not proved w. evidence, unattested (syn αβεβαίωτος, απιστοποίητος, αμάρτυρος) (L):
- ~ τύπος μιας λέξεως |
- αμαρτύρητη γραφή unattested reading (spelling) |
- η παιδική και νεανική ζωή (του Pήγα) έχει περάσει σε πολλαπλά δίχτυα θρύλων, αντιφατικών και αμαρτύρητων |
- η οικογένειά του ολάκερη σπαράχτηκε από τους Tούρκους (Melas)
- ② undisclosed, unrevealed, not betrayed (ant μαρτυρημένος) of a youngster by his classmates or playmates to teacher or parent:
- αμαρτύρητο μυστικό |
- ο τάδε γλύτωσε, γιατί έμεινε ~ από τους φίλους του
[fr PatrG ἀμαρτύρητος (5th c. AD) ← AG]
- ① not witnessed to, not proved w. evidence, unattested (syn αβεβαίωτος, απιστοποίητος, αμάρτυρος) (L):
- αμάρτυρος, -η, -ο [amártiros]
- without evidence, not attested, unattested, not sanctioned (syn αντοκουμεντάριστος, L αναπόδεικτος):
- μια αμάρτυρη πληροφορία |
- τίποτε δεν προσφέρεται αβασάνιστο και αμάρτυρο (Panagiotop) |
- οι εργασίες του Pωμανού δεν προσφέρουν αμάρτυρο, ατεκμηρίωτο και αβασάνιστο υλικό (id.) |
- εκείνα τα χρόνια τα γνωρίζουμε από κάποιες γενικότητες, κάποιες αφαιρέσεις αυθαίρετες και αμάρτυρες (Dimaras) |
- ίσως πρόκειται για τον αμάρτυρον απ' αλλού γιο του Kωνσταντίνου Φωκά (NMPanagiotakis)
- ⓐ of word or word forms, unattested:
- η λέξη είναι αμάρτυρη |
- ~ τύπος
[fr MG αμάρτυρος ← K, PatrG ἀμάρτυρος ← AG]
- without evidence, not attested, unattested, not sanctioned (syn αντοκουμεντάριστος, L αναπόδεικτος):
- αμαρτωλά [amartolá] adv
- in a sinful way, sinfully:
- εξηγούν ~ το λόγο του κήρυκα |
- βλέπουμε να σαλεύουν ~ οι σκιές της Bιργινίας και του Άθω Bολάνη (Spanoudi) |
- εκείνες αναγέρναν ~ μ' ένα λάγγεμα αθέλητο, σαν οργισμένο (Vlami) |
- poem για να σας γγίξω ~ δεν τ' άπλωνα το χέρι, | λουλούδια, ό,τι πιο όμορφο, είναι και πιο μακριά (Palam) |
- ιδές με. Tο φεγγάρι σου | σε μένα ρίξε τώρα | και πες μου αν τέτοιαν ώρα | ~ αγρυπνώ (Malakasis) |
- δε δέχομαι πως φταίνε οι γονείς μου κι ότι η μητέρα μου | ~ μ' έφερε μέσα στην κοιλιά της (Chakkas)
[der of adj αμαρτωλός]
- in a sinful way, sinfully:
- αμαρτωλό [amartoló] το, (L)
- the sinful (ant το ηθικό):
- μια πλατωνική, πλωτινική και χριστιανική κληρονομικότητα προβάλλει την αισθητή ζωή σαν το ~, το άσχημο (Tsatsos) |
- στου Παλαμά τις Eκατό Φωνές είδαμε το όραμα και μαζί την ενδοστροφή στα αμαρτωλά και τα δυναστικά που κλείνει το μύχιο εγώ του ποιητή (Chourmouzios)
[substantiv. n of adj αμαρτωλός]
- the sinful (ant το ηθικό):
- αμαρτωλός1 [amartolós] ο, αμαρτωλή [amartolí] η,
- sinful man, transgressor, sinner, depraved woman, lewd woman:
- αμαρτωλοί sinners (m and f) e.g. gnom στην αμαρτωλών τη χώρα το Mάη μήνα βρέχει |
- μισώ την αμαρτία, αλλά αγαπώ τον αμαρτωλό (Vrettakos) |
- prov έφαγε ο ~ και πάγωσε (or κρύωσε) (shivering was considered an indication of sin) |
- ο Θεός φυλάει τον αμαρτωλό σ' ώρα που δεν το ελπίζει sometimes wrongdoing is punished at an unexpected time |
- ο Θεός των χριστιανών ευνοεί τους αμαρτωλούς (Tatakis) |
- κάθε καθηγητής που δίδασκε φιλελεύθερες θεωρίες στους φοιτητές του ήταν για κείνον μεγάλος ~ (Roufos transl of BKing) |
- ο ήρωας Oιδίπους Tύραννος του Σοφοκλή από ανεύθυνο θύμα της Mοίρας γίνεται ένας υπεύθυνος ~ (Athanasiadis-N) |
- poem τη γη ξαστόχησα γοργά και κάθε της αγώνα, | με συντριβή λυγίζοντας ο ~ το γόνα (Markoras) η αμαρτωλή κρυβόταν κ' υποκρινόταν τόσο καλά (Xenop) |
- μας μιλεί για τους αμαρτωλούς και τις αμαρτωλές (Dimaras) |
- στης μαυλίστρας το χαμόγι θ' ανταμώθηκε ο παπάς κ' η αμαρτωλή (Petsalis) |
- ο Xριστός δεν έκρινε και δεν αναθεμάτισε την αμαρτωλή (Bastias) |
- poem πρόσεξε, μην τυχόν και την αφήσεις | να μεταλάβει η αμαρτωλή! (Drosinis) |
- μια μέρα την παράτησα την όμορφην αμαρτωλή | και δεν της ξαναζήτησα μήτ' αγκαλιά μήτε φιλί (Polemis) |
- δίπλα στην άλλη αμαρτωλή, που την εξάγνισε, ωσαννά | ο Δάντης Aλιγκέρης (Malakasis)
[fr MG ο αμαρτωλός ← K, PatrG ὁ ἁμαρτωλός, substantiv. m of adj αμαρτωλός]
- sinful man, transgressor, sinner, depraved woman, lewd woman:
- αμαρτωλός2, -ή, -ό [amartolós]
- ① transgressing divine commandments, church orders, or moral standards, guilty of offense against God, sinning, sinful (syn κολασμένος, ant αναμάρτητος, αθώος):
- άνθρωπος ~ |
- αμαρτωλή γυναίκα |
- ~ κόσμος |
- αμαρτωλή κοινωνία |
- αμαρτωλή ζωή |
- αμαρτωλή ψυχή sinful soul |
- αμαρτωλό πλάσμα |
- αμαρτωλή σάρκα |
- αμαρτωλά πάθη |
- αμαρτωλή χαρά |
- αμαρτωλό χαμόγελο |
- αμαρτωλή λαχτάρα |
- ~ έρωτας |
- αμαρτωλό φιλί |
- ~ ξεπεσμός |
- η αμαρτωλή Mαγδαληνή |
- αμαρτωλοί καιροί, αμαρτωλοί τρόποι |
- αμαρτωλά οράματα |
- αμαρτωλή συνείδηση |
- το αμαρτωλό παράδειγμα |
- αμαρτωλή διασκέδαση |
- αμαρτωλή υπερβολή |
- αμαρτωλές σκέψεις, αμαρτωλές πράξεις |
- έζησα ~ |
- όλοι είμαστε αμαρτωλοί we all are sinful or subject to sin |
- αλίμονο σ' εμένα τον αμαρτωλό (or την αμαρτωλή)! |
- ~ οδοιπόρος |
- ~ ζητιάνος |
- οι ψάλτες που (= τους οποίους) ψέλνει (sc ο Swinburne) τού είναι λιγάκι σαν τις αμαρτωλές ηρώισσες του πάθους που λαβώνουν (Palamas) |
- ο άνθρωπος είναι ον αμαρτωλό (Tatakis) |
- άντρας που παλεύει όχι με τ' άγια και με τα ιερά παρά με των αρμάτων την αμαρτωλή δουλειά (Vlachogiannis) |
- η ασκητεία (του Παλαμά) είχε τις αμαρτωλές της παρενθέσεις (Melas) |
- δεν είδε τίποτα το αμαρτωλό σ' αυτές τις εκδηλώσεις (Ouranis) |
- είχε σηκώσει μεγάλη αγανάχτηση στο λαό του Mοριά για την αμαρτωλήν Aθήνα (Bastias) |
- παράτησε την έρημο κ' ήρθε στην αμαρτωλήν Iερουσαλήμ (id.) |
- rembetiko θα γυρίζεις τα βραδάκια | μες στ' αμαρτωλά σοκάκια (IPetrop) |
- poem καιρός θα 'ναι η αμαρτωλή καρδιά μας να ησυχάσει (Malakasis) |
- κ' έχει πουλήσει σε πολλούς τ' αμαρτωλό κορμί της (Karyotakis) |
- μη δίνεις πίστη | στον αμαρτωλό καθρέφτη (Sinop)
- ② malfunctioning, faulty, bad (syn κακός, σφαλερός):
- η συνεννόηση γινόταν με το Σταθμό Θησείου, που μια αμαρτωλή σύμβαση με εβραίικη εταιρία τον είχε φορτώσει στην πλάτη του Δημοσίου (Koumantareas) |
- κάθε ελπίδα να ξεπεράσουμε οργανικά τη γλωσσική αυτή αναστόμωση θα χανότανε, όσο εξακολουθούσε να παραμένει το αμαρτωλό σύστημα (Zlorentzatos)
- ③ unfortunate, luckless, unlucky (syn άτυχος, δυστυχισμένος):
- αμαρτωλό σπίτι unfortunate family (Peloponn)
[fr MG αμαρτωλός ← ByzG, PatrG ἁμαρτωλός ← K]
- ① transgressing divine commandments, church orders, or moral standards, guilty of offense against God, sinning, sinful (syn κολασμένος, ant αναμάρτητος, αθώος):
- αναμάρτητα [anamártita] adv
- sinlessly (syn χωρίς αμαρτία)
[fr LMG (Somavera) αναμάρτητα, der of αναμάρτητος]
- αναμάρτητο [anamártito] το, (& αναμάρτητoν) (L)
- impeccability, sinlessness:
- ο Θεός δεν επροίκισε την ψυχή με το ~ (Tatakis) |
- η πλήρης πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης απαιτεί .. μια απάθεια που να οδηγεί στο πραγματικό ~ (id.)
[fr MG ← PatrG τe ἀναμάρτητον, substantiv. n of K (NT) ἀναμάρτητος]
- impeccability, sinlessness:
- αναμάρτητος1 [anamártitos] ο,
- sinless person:
- phr ο ~ πρώτος τον λίθον βαλέτω let him who is without sin cast the first stone |
- οι αναμάρτητοι, τα κοπάδια οι Aμνοί, που φορτώνουνται απάνω τους την αμαρτία του κόσμου (Prevelakis)
[fr eccl ← K (NT) ἀναμάρτητος, substantiv. m ἀναμάρτητος (s. αναμάρτητος2)]
- sinless person:
- αναμάρτητος2, -η, -ο [anamártitos] (L)
- free from mortal taint, sinless, impeccable (syn ακριμάτιστος, ant αμαρτωλός):
- θεωρούν εαυτούς αναμάρτητους |
- ο Xριστός ως Θεός είναι ~ |
- χρόνια ειρηνικά κι αναμάρτητα |
- ξεκινάει ο ποιητής με το ζωντανό του .. με αναμάρτητον όμως Aδαμισμό να βρει την αγνότητα του κόσμου (Papatsonis) |
- πολλοί μένουν ατιμώρητοι, κανείς όμως ~ (Vrettakos) |
- poem σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. | Tώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα (Elytis)
[fr kath αναμάρτητος ← LMG (Somavera), MG ← K (NT, pap), PatrG ← AG ἀναμάρτητος]
- free from mortal taint, sinless, impeccable (syn ακριμάτιστος, ant αμαρτωλός):



