Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αιτι%
34 εγγραφές [1 - 10]
αιτία [etía] η,
  • ① cause, reason, grounds, motive (syn αίτιος, λόγος):
    • ~ της επιτυχίας, της αποτυχίας κλ |
    • ~ του κακού είναι η γλώσσα |
    • χωρίς ~ w. no reason |
    • χωρίς καμιά ~ κι αφορμή without rhyme or reason |
    • ~ του θανάτου, της απεργίας, του ναυαγίου cause of death, of the strike, of the shipwreck |
    • ~ της ζημίας cause of the damage |
    • intern law ~ του πολέμου a ground for war, casus belli (distinct fr αφορμή) |
    • ~ ο πόλεμος (short for ~ ήταν ο πόλεμος) |
    • philos ο νόμος αιτίας και αιτιατού the law of cause and effect |
    • ~ και αποτέλεσμα cause and effect (syn αίτιο και αιτιατό) |
    • idiom phr εξ αιτίας s. εξαιτίας |
    • εγώ είμαι η ~ της καταστάσεως it is I who caused the situation |
    • έγινες η ~ να χάσω το τραίνο |
    • αυτό έγινε ~ να μην πάρω είδηση πότε ήρθες |
    • poem δεν άργησαν του τραπεζιού την πρώτη ~ να μάθουν (Markoras) |
    • μα πιθανόν η ~ να 'ταν άλλη |
    • του πληγωμένου και δεμένου ώμου (Kavafis)
  • ⓐ philos~ causa efficiens:
    • ο Θεός που είναι ... η ~ του παντός (Tatakis) |
    • (ο Πλάτων) είχε ανακηρύξει το Θεό ... ~ όλων των αιτιών (Kanellop) |
    • τελική ~ the final goal of the world |
    • theol αρχική ~ (God)
  • ② alleged grounds, pretext (syn αφορμή):
    • γυρεύει ~ για καβγά
  • ③ argument or charge against s.o., accusation, blame (synαιτίαση, κατηγορία):
    • μου ρίχνει ~ |
    • folks. επέσαν, κοιμηθήκανε χωρίς καμιάν ~ |
    • και μες στα ξημερώματα έκαμε σαν η σκύλα (Kerkyra)

[fr MG αιτία ← K, AG αἰτία]

αιτιακός, -ή, -ό [etiakós]
  • of cause, causal:
    • ο ~ ειρμός οδηγεί στο αποτέλεσμα |
    • αιτιακή σειρά |
    • το ίδιο λογοτέχνημα ανήκει και σε μιαν άλλη αιτιακή σειρά, αυστηρά εκείνην πνευματική (Dimaras) |
    • αιτιακή σχέση |
    • αιτιακή αλληλουχία (των γεγονότων or φαινομένων) |
    • γενική αρχή της αιτιακής αλληλουχίας των φαινομένων |
    • αιτιακή και χρονική διαδοχή των φαινομένων |
    • μια λειτουργία που γίνεται από αιτιακές ανάγκες ... αποκλείει κάθε υπερβατική τελεολογία (Theodoridis) |
    • αιτιακές συνάφειες και εξαρτήσεις ... με το πλέγμα τους αγκαλιάζουν και εξηγούν τον ανθρώπινο κόσμο (Papanoutsos) |
    • υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αιτία, η αιτιακή αλυσίδα δεν είναι γνωστή (Dimaras)

[neol, der of αιτία]

αιτίαση [etíasi] η,
  • charge, argument against, accusation, grievance (syn αιτία, κατηγορία, παράπονο):
    • απάντησα στις αιτιάσεις τους |
    • ο πρεσβευτής θα δώση την απάντηση σε όλες αυτές τις αιτιάσεις |
    • (η μαστόρισσα της κρεβατομουρμούρας) αρχίζει την ψιλή βροχή των αιτιάσεων και των παραπόνων (Melas) |
    • η κυριώτερη ~ του Kαντ είναι ότι δεν υπάρχει παραγωγή των αριστοτελικών κατηγοριών από ενιαία αρχή (Georgoulis) |
    • (η διακοίνωση) αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η ... διπλωματία είχε συναρμολογήσει (Terzakis) |
    • καλύτερα να στρέψουν τις αιτιάσεις τους προς τους πρεσβυτέρους μας που αμέλησαν ... την προσεκτική μελέτη και διδασκαλία των πραγμάτων (Dimaras)

[fr K αἰτίασις ← AG]

αιτιατική [etiaticí] η, gramm
  • accusative (case), the case of the direct object of verbs, objective (case) (e.g. αυτόν him, αυτούς them):
    • ~της αναφοράς accusative of reference (syn ~ του κατά τι) |
    • ~ απόλυτη accusative absolute

[fr K αἰτιατική 'accusative', the f of αιτιατικός 'causal' substantiv.]

αιτιατικοφανής, -ής, -ές [etiatikofanís]
  • accusative-like:
    • αιτιατικοφανές επίρρημα accusative-like adverb

[neol, cpd w. -φανής: φαίνομαι; cf δοτικοφανής]

αιτιατό [etiató] το, philos
  • effect (syn αποτέλεσμα):
    • καθορισμένα αιτιατά |
    • η αρχή της αιτιοκρατίας (determinismus) ... ικανοποιείται μόνο όταν για κάθε ~ ανακαλύπτεται μία αιτία, η οποία το προκαλεί (Tatakis) |
    • αίτιο και ~ cause and effect (syn αιτία και αποτέλεσμα) |
    • αλυσίδα αιτίων και αιτιατών
  • ⓐ philos causality (syn αιτιότητα):
    • οι νόμοι του αιτιατού

[fr αιτιατόν 'effect' (Aristot.), substantiv. of αιτιατός]

αιτιατός, -ή, -ό [etiatós] philos
  • produced by a cause, effected:
    • αιτιατή σχέση, αιτιατή αλληλουχία ιστορικών γεγονότων |
    • σειρά αιτιατών φαινομένων (Lambridi) |
    • η σοβιετική ανθρωπολογία αρνείται κάθε αιτιατή εξάρτηση στην ανάπτυξη των εθνικών πολιτισμών και της γλώσσας από τη ράτσα (Poulianos)

[fr AG αἰτιατός (Aristot.)]

αϊτίνα [aitína] η, (& αετίνα) orn
  • female eagle:
    • poem ωσάν ~ κάθεται μες στην αϊτοφωλιά της (Sikel)

[der of αϊτός]

αίτιο [étio] το, (& L αίτιον) (real)
  • cause, reason (syn αιτία, ant αφορμή):
    • τα αίτια της ενέργειας (L ενεργείας) reasons for the action |
    • τα αίτια του πολέμου the causes of the war |
    • αίτια του εγκλήματος motives of the crime |
    • σειρά αιτίων chain of causes (in which each cause is at the same time the effect of a preceding cause) |
    • ~ και αποτέλεσμα or ~ και αιτιατό cause and effect |
    • ~ και αιτιατό μεταξύ δύο γεγονότων |
    • αλυσίδα του αιτίου και αιτιατού |
    • η αλληλουχία αιτίων και αιτιατών |
    • αίτια εμπλοκών causes of stoppages |
    • του ξηγηθήκανε τα αίτια (Makryg) |
    • τ' είναι το αίτιον (id.) |
    • τα αίτιά της δεν ήταν ηθικά ούτε αισθητικά, ήταν ακόμα βαθύτερα (Theotokas) |
    • η επιδείνωση των συνθηκών της ζωής και ο πολλαπλασιασμός των φόρων ήταν σημαντικά αίτια εξισλαμισμού (Vacalop)
  • ⓐ philos αίτιον cause, (Plato) causality, (Philo) instrumental cause
  • ⓑ synt ποιητικό ~ agent:
    • αναγκαστικό ~ forcing agent |
    • τελικό ~ final cause

[fr MG ← K, AG α­τιον]

αιτιοκρατία [etiokratía] η, philos
  • determinism (syn less freq αιτιαρχία):
    • η αρχή της αιτιοκρατίας |
    • η ~ των στωικών |
    • απόλυτη ~ |
    • ο απόλυτος ματεριαλισμός με την αυστηρή του ~ είναι υπόθεση ... που δεν μπορεί απολύτως ποτέ να επαληθευτή ή να διαψευστή (Lambridi) |
    • προϋπόθεσή της έχει η ψυχολογία το αίτημα της αιτιοκρατίας των φαινομένων του ψυχικού βίου (Tatakis) |
    • οι μαρξιστές είναι δογματικά προσκολλημένοι σε μιαν άκαμπτη ~ των κοινωνικών φαινομένων (Tsatsos)

[cpd w. -κρατία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες