Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
81 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθητήριος, -α, -ο [esθitírios]
- relating to sense, sensory (syn αισθητικός 1):
- αισθητήριο νεύρο sensory nerve |
- αισθητήριο όργανο (syn αισθητήριο 1) pl αισθητήρια όργανα sense organs, organs of perception |
- μια διαπίστωση με τα αισθητήρια όργανα
[der in -τήριος on the basis of AG noun αἰσθητήριον]
- relating to sense, sensory (syn αισθητικός 1):
- αισθητής [esθitís] ο,
- esthete (syn εστέτ):
- poem στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου |
- σαν ~ (Kavafis) |
- "ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα |
- γητεύματος," είπ' ένας ~ (id.)
[backform. fr Eng aesthete; cf Platonic αισθητής 'one who perceives']
- esthete (syn εστέτ):
- αισθητικά [esθitiká] adv
- esthetically:
- μια ~ τέλεια εντύπωση |
- ~ μορφωμένος, ~ καλλιεργημένος |
- αισθάνομαι κάτι ~ |
- γυμνάζεται κανείς ~ |
- αντικρύζω το αντικείμενο ~ |
- πλησιάζω την τέχνη των Bυζαντινών ~ |
- ο θεατής χαίρεται ~ |
- οι άνθρωποι δε σε καταλαβαίνουν ~ |
- ιδιότητα ζωικά και ~ αξιόλογη |
- το ~ αξιόλογο ... ονομάζομε στη ζωή ωραίο |
- μεταφράσεις ποιημάτων ~ αξιόλογες |
- λειτουργεί η ψυχή μας ~ |
- απλές μορφές στη φύση και στη ζωή αξιολογούνται ~ |
- η θρησκευτική τέχνη εκφράζει ~ το θρησκευτικό συναίσθημα |
- παρουσιάζεται ~ και γλωσσικά διχασμένος (Dimaras) |
- την ατομικότητα των αντικειμένων αποτιμούμε ~ ... με το ατομικό μας εγώ (Papanoutsos) |
- (οι κινήσεις της μπαγκέτας ή των χεριών των μεγάλων μαέστρων) υπογραμμίζουν ~ τους στοχασμούς και τα διάφορα συναισθήματα (MVarvoglis) |
- poem γράψε για τη χαμένη τους αγάπη ~ (Foufas)
[der of αισθητικός; cf αισθητικώς]
- esthetically:
- αισθητική [esθiticí] η,
- ① philos esthetics (syn καλαισθητική, καλολογία):
- η επιστήμη που εξετάζει το ωραίο στη φύση και στην τέχνη και τον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η ~ (Theodoridis)
- ② tasteful appearance, beauty:
- ινστιτούτο αισθητικής beauty institute
- ⓐ perception of the beautiful:
- η ευρωστία σας επιτρέπει την ~ του γυμνού ... Tην αντικατέστησε η ~ της πτυχής των φουστανιών (KPolitis)
[Gr but fr Lat aesthetica, term coined by A. G. Baumgarten in 1750]
- ① philos esthetics (syn καλαισθητική, καλολογία):
- αισθητικό [esθitikó] το,
- esthetic sensitivity or joy:
- το αληθινά ~, το ουσιαστικά ωραίο (Tsatsos) |
- το ~ δεν πρέπει να θεωρήται καθαρά ηδονή (Theodorakop) |
- το ~ τούς φαντάζει σα μια πολυτέλεια (Tsatsos)
[the n of αισθητικός]
- esthetic sensitivity or joy:
- αισθητικοηθικός, -ή, -ό [esθitikοiθikós] philos
- esthetic and ethical:
- αισθητικοηθική αγωγή των πολιτών (Despotop) |
- αισθητικοηθική θεωρία του Schiller (id.) |
- μια πλούσια βλάστηση, ... προσανατολισμένη ... σε αξίες αισθητικές ή αισθητικοηθικές (id.)
[cpd of αισθητικός & ηθικός]
- esthetic and ethical:
- αισθητικοκινητικός, -ή, -ό [esθitikocinitikós] anat
- sensory-motor (syn αισθησιοκινητικός) .
- αισθητικοκριτικός, -ή, -ό [esθitikokritikós]
- esthetic and critical:
- αισθητικοκριτική μελέτη (Chourmouzios)
[cpd w. adj κριτικός]
- esthetic and critical:
- αισθητικός1 [esθitikós] ο, η,
- ① specialist in esthetics, esthetician:
- ~ της τέχνης art esthetician |
- λεπτός ~ |
- ο ~ δεν υπαγορεύει κανόνες στον καλλιτέχνη |
- ζητούσαν μερικοί αισθητικοί και συγγραφείς το βαθύ, το αόριστο και το άυλο της μουσικής (Papantoniou)
- ② operator of a beauty institute (ινστιτούτο αισθητικής; s. αισθητική 2).
- ① specialist in esthetics, esthetician:
- αισθητικός2, -ή, -ό [esθitikós]
- ① of the senses, sensory (syn αισθητήριος):
- αισθητικό νεύρο sensory nerve |
- αισθητικό κύτταρο sensory cell |
- αισθητικά νευρίδια |
- αισθητικές θηλές της γλώσσας
- ② of refinement, sensitive, esthetic (syn καλαισθητικός):
- η αισθητική επιστήμη esthetics |
- ~ κριτικός, ~ φιλόσοφος |
- αισθητική θεωρία esthetic theory |
- αισθητικές κατηγορίες |
- αισθητική εμπειρία |
- η θεωρητική συγκρότηση (του Σολωμού) είναι ... πλούσια σε αισθητικές εμπειρίες (Dimaras) |
- το αισθητικό αίσθημα είναι μεταδοτό |
- αισθητική ανάγκη, υποβολή |
- αισθητικό επίπεδο, φαινόμενο |
- αισθητικά ενδιαφέροντα |
- αισθητική βερμπολογία, αντίληψη |
- ασθητικοί κανόνες |
- αισθητική ανάλυση, κρίση, αξιολόγηση, ερμηνεία |
- αισθητικό κριτήριο |
- αισθητική διείσδυση |
- αισθητικές παρατηρήσεις |
- αισθητικό αγαθό, κάλλος |
- αισθητικά νοήματα, γνωρίσματα |
- αισθητικό κίνητρο |
- αισθητική έκφραση, μορφή |
- αισθητικό γούστο, ήθος, ύφος, αποτέλεσμα, κατόρθωμα |
- αισθητική αγωγή, καλλιέργεια, μόρφωση, παιδεία |
- αισθητική αξία |
- εξαίρει την αισθητική αξία του έργου (Melas) |
- αισθητικές αξιώσεις |
- αισθητικό ενδιαφέρον |
- αισθητικά θέματα |
- αισθητική θέα, συγκίνηση, χαρά, απόλαυση, ηδονή |
- ~ ιδεαλισμός |
- αισθητική ολοκλήρωση, ποιότητα |
- ~ προσανατολισμός, αισθητική στάση, διάθεση |
- ~ ρεαλισμός |
- αισθητική νόηση, σφαίρα |
- ύψωση της αισθητικής στάθμης |
- ο πλατωνικός μύθος ... γοητεύει το νου μας με το αισθητικό του φως (Theodorakop) |
- η μοντέρνα τέχνη επιζητεί τους αισθητικούς χτύπους (chocs) που φέρνουν τα ανολοκλήρωτα, τα αποσπασματικά έργα (Michelis) |
- poem ... τα εξαίσιά τους νιάτα |
- η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους |
- δροσίσθηκαν ... (Kavafis)
- ③ surg pertinent to beautification, corrective of deformity, plastic:
- αισθητική χειρουργική plastic surgery |
- αισθητική χειρουργική του προσώπου face lifting |
- ο ειδικός ~ χειρούργος περιορίζει την εγχείρηση στα όρια μιας μάλλον ακινδύνου επεμβάσεως (GLadas)
[fr MG αισθητικός ← AG, K]
- ① of the senses, sensory (syn αισθητήριος):