Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αισθ%
86 εγγραφές [21 - 30]
αισθησιακό [esθisiakó] το,
  • sensuality:
    • οι κινήσεις της χορεύτριας δεν έδιναν την εντύπωση του αισθησιακού ή του άσεμνου (KParaschos)

[der of αίσθησις]

αισθησιακός, -ή, -ό [esθisiakós]
  • ① relating to the physical senses, of the senses:
    • αισθησιακή εποπτεία |
    • υπακούομε σαν όντα έλλογα και συνάμα αισθησιακά (Papanoutsos) |
    • αισθησιακοί ερεθισμοί |
    • η μουσική είναι τέχνη αισθησιακή (Melas) |
    • ο επικός λόγος αντιστοιχεί στο αισθησιακό (κατά τις αισθήσεις) αντίκρυσμα του κόσμου (Prevelakis) |
    • αισθησιακή φαίνεται να είναι για τον Pοΐδη η ιδανική σχέση ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη (Dimaras)
  • ② sensuous, sensual, carnal (syn σαρκικός, σωματικός, ant διανοητικός or πνευματικός or ψυχικός):
    • ~ βίος, αισθησιακή ζωή carnal life |
    • αισθησιακή σχέση |
    • αισθησιακές ανάγκες |
    • αισθησιακές εξάψεις, αισθησιακές συγκινήσεις |
    • ~ ερεθισμός |
    • αισθησιακό φίλτρο |
    • αισθησιακές απολαύσεις or ηδονές carnal pleasures |
    • αισθησιακή χαρά sensual delight |
    • αισθησιακή επιθυμία, πόθος ~, ~ ερωτισμός or ηδονισμός |
    • αισθησιακή ανθοφορία, αισθησιακή ολοκλήρωση |
    • αισθησιακό όργιο |
    • ~ διονυσιασμός |
    • αισθησιακά χείλη |
    • ~ άνθρωπος sensualist |
    • αισθησιακή γυναίκα |
    • αισθησιακή διαστροφή sensual perversion |
    • εξιδανικευμένη αισθησιακή ευφροσύνη (Karantonis) |
    • αισθησιακή ποίηση, αισθησιακά ποιήματα, αισθησιακά σονέτα |
    • παίρνει μια έκφραση αισθησιακής συγκίνησης (Melas).
αισθησιαρχία [esθisiarçía] η, philos
  • sensualism, sensationalism (syn αισθησιοκρατία, σενσουαλισμός):
    • ~ των σοφιστών |
    • Tζων Λοκ, ιδρυτής της αισθησιαρχίας

[cpd w. -αρχία]

αισθησιαρχικός1 [esθisiarçikós] ο,
  • follower of sensualism (syn αισθησιοκράτης, οπαδός της αισθησιοκρατίας):
    • οι Γάλλοι αισθησιαρχικοί του 18ου αιώνα

[der of αισθησιαρχία]

αισθησιαρχικός2, -ή, -ό [esθisiarçikós] philos
  • ① sensualistic (syn αισθησιοκρατικός):
    • ~ θετικισμός |
    • ο ~ χαρακτήρας της θεωρίας της "ηθικής αίσθησης".
αισθησιασμός [esθisiazmós] ο,
  • sensuality, sensual behavior, pleasure of the senses, carnality:
    • με αισθησιασμό sensually |
    • αρρωστημένος or νοσηρός ~ |
    • τυφλός και σκέτος ~ |
    • γυναίκα με ξέφρενο αισθησιασμό |
    • μεθυστικός ~ |
    • ραφιναρισμένος ~ |
    • υπερβολικός ~ |
    • φυσιολατρικός ~ |
    • ωμός ~ |
    • κατηγορούν το γάιδαρο για υπέρμετρον αισθησιασμό |
    • ο ~ είναι ο πατροπαράδοτος αντίπαλος του συναισθηματισμού (Panagiotop) |
    • δεν υπάρχει αληθινός έρωτας δίχως μια δόση αισθησιασμού (Terzakis) |
    • (παίξιμο σε όπερα) γεμάτο αισθησιασμό και τσιγγάνικη τσαχπινιά (MVarvoglis)

[der of attested αισθησιάζομαι]

αισθησιοκινητικός, -ή, -ό [esθisiocinitikós] physiol
  • sensory-motor, reflex:
    • (syn αισθητικοκινητικός) αισθησιοκινητική δύναμη του ζώου |
    • αισθησιοκινητικές αντιδράσεις των ατόμων |
    • ~ μηχανισμός (Papanoutsos) |
    • ένα ενιαίο αισθησιοκινητικό πεδίο (id.)

[cpd w. κινητικός]

αισθησιοκράτης [esθisiokrátis] ο, s. αισθησιαρχικός2

[cpd w. -κράτης]

αισθησιοκρατία [esθisiokratía] η, philos = αισθησιαρχία
:
  • ~ του Δημοκρίτου |
  • στωική ~ |
  • εμπειρική ~ |
  • φυσιολατρική ~ |
  • οπαδός της αισθησιοκρατίας (syn
  • in αισθησιαρχικός2)

[cpd w. -κρατία]

αισθησιοκρατικός, -ή, -ό [esθisiokratikós] philos
  • sensualistic:
    • αισθησιοκρατική φιλοσοφική σχολή |
    • αισθησιοκρατική κατεύθυνση |
    • αισθησιοκρατική ελευθερία (syn αισθησιαρχικός)

[der of αισθησιοκρατία]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες